Οι αντιδραστικές προτάσεις του ΙΟΒΕ στο φόντο της συρρίκνωσης του εκπαιδευτικού συστήματος
Τις δημογραφικές μεταβολές που έχουν σημειωθεί στη χώρα μας μετά την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης και τις επιπτώσεις τους στην Εκπαίδευση εξέτασε το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) σε μια μελέτη που έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα.
Σε αυτήν εκτιμά ότι ο μαθητικός πληθυσμός θα μειωθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια και, με αφορμή αυτήν τη μείωση,
προτείνει μια σειρά προσαρμογών στο εκπαιδευτικό σύστημα, με το βλέμμα πάντα στραμμένο στην αποτελεσματικότερη λειτουργία του στο πλαίσιο της στρατηγικής του κεφαλαίου για την Εκπαίδευση.
Εκτιμήσεις για ακόμα μεγαλύτερη μείωση του μαθητικού πληθυσμού
Το κύριο εύρημα της μελέτης αφορά τη μείωση του συνολικού μαθητικού πληθυσμού που σημειώθηκε μετά την έναρξη της κρίσης, καθώς από 1,53 εκατ. το 2000 μειώθηκε σε 1,49 εκατ. το 2009 (-3,1%) και 1,44 εκατ. το 2016(-5,9% συγκριτικά με το 2000).
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η εξέλιξη αυτή οφείλεται:
α) Στην εξωτερική μετανάστευση οικογενειών κυρίως αλλοδαπών μετά την έναρξη της κρίσης, καθώς μεταξύ 2011 και 2015 ο αριθμός των παλιννοστούντων και αλλοδαπών μαθητών μειώθηκε κατά 55,9% (από τους 159,5 χιλ. στους 70,3 χιλ.),
β) Στη μείωση των γεννήσεων που σημειώθηκε από το 2010 και εντάθηκε από το 2012 και μετά (με εξαίρεση το 2016, όταν σημειώθηκε αύξηση σε σχέση με το 2015).
Η μείωση των γεννήσεων μετά την έναρξη της κρίσης κατά σχεδόν 30%, από 118,3 χιλ. το 2008 σε 88,5 χιλ. το 2017, άρχισε ήδη να αποτυπώνεται:
- Στον αριθμό των νηπίων στο νηπιαγωγείο (από 162 χιλ. το 2014 σε 155,2 χιλ. το 2015)
- και στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου (από 107,2 το 2016 σε 101,9 το 2017).
Μελετώντας αυτήν τη μείωση του μαθητικού πληθυσμού, εκτιμά ότι οι επιπτώσεις της κρίσης δεν έχουν ακόμα εκδηλωθεί και αποτυπωθεί πλήρως στη λειτουργία της Εκπαίδευσης, αφού οι επιπτώσεις από τη μείωση των γεννήσεων μόλις τώρα αρχίζουν να αποτυπώνονται στις πρώτες τάξεις του μαθητικού πληθυσμού.
Εκτιμά, λοιπόν, ότι στο μέλλον θα υπάρξει ακόμα μεγαλύτερη μείωση του μαθητικού πληθυσμού, σημειώνοντας:
«Τα εναλλακτικά αυτά σενάρια μελλοντικής προοπτικής δείχνουν ότι αν στο μεταξύ δεν υπάρξουν ριζικές αλλαγές (τέτοιες ώστε να έχουν ως αποτέλεσμα τη μεγάλη αύξηση των γεννήσεων ή τη μαζική επιστροφή Ελλήνων και την εισροή μεταναστών από άλλες χώρες στην Ελλάδα τα προσεχή χρόνια),
ο συνολικός αριθμός των μαθητών από 1,48 εκατ. το 2008 θα μειωθεί σε 1,05 εκατ. περίπου (29,2 % ή 423,3 χιλ. λιγότεροι μαθητές) μέχρι το 2035, όταν δηλαδή θα έχει ενταχθεί στο εκπαιδευτικό σύστημα και η πιο πρόσφατη μείωση γεννήσεων που σημειώθηκε το 2017».
Το ΙΟΒΕ σημειώνει ότι αυτό θα προκαλέσει σοκ στο εκπαιδευτικό σύστημα, με αντίστοιχες επιπτώσεις συρρίκνωσης και στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, δείχνοντας την ανησυχία του κεφαλαίου για ένα τέτοιο σενάριο, που θα σημάνει μείωση εξειδικευμένων εργατικών χεριών:
«Οι δημογραφικές μεταβολές που έχουν σημειωθεί και η προοπτική μείωσης του μαθητικού πληθυσμού που διαγράφεται, αν δεν αναστραφούν σύντομα, θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην αγορά εργασίας και στην οικονομία, λόγω μειωμένης προσφοράς νέων αποφοίτων, προσόντων και δεξιοτήτων»,
σημειώνει χαρακτηριστικά το ΙΟΒΕ.
Συνέπειες της κρίσης στον αριθμό των εκπαιδευτικών
Ως συνακόλουθη συνέπεια της μείωσης των μαθητών, το ΙΟΒΕ βλέπει μείωση των αναγκών σε εκπαιδευτικούς,
- που θα πλήξει αρχικά τους δασκάλους και τους εκπαιδευτικούς ειδικοτήτων που διδάσκουν στα δημοτικά σχολεία,
- και στη συνέχεια, από 2022 και μετά, θα πλήξει και τις υπόλοιπες ειδικότητες εκπαιδευτικών της Μέσης Εκπαίδευσης.
Να σημειωθεί ότι στη μελέτη του έχει ήδη εντοπίσει ότι στα χρόνια της κρίσης μειώθηκε σημαντικά ο αριθμός των εκπαιδευτικών:
«Στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής που ακολούθησε την έναρξη της κρίσης, ο αριθμός των εκπαιδευτικών σημείωσε σημαντική μείωση, από 180 χιλ. το 2010 σε 152 χιλ. το 2017 (Μείωση κατά 28.000 ή 15,6%)».
Επίσης σημειώνει ότι:
«Ύστερα από την έναρξη της κρίσης και ως αποτέλεσμα της διακοπής των προσλήψεων, η αναλογία μονίμων/αναπληρωτών εκπαιδευτικών μεταβλήθηκε σημαντικά:
- Στο δημοτικό σχολείο από 7% το 2004 και 6,6% το 2008 σε 18,7% το 2015,
- στο Λύκειο το ποσοστό των αναπληρωτών από 3,1% το 2002 και 3,6% το 2009 ανήλθε σε 6,8% το 2015,
- ενώ στην Επαγγελματική Εκπαίδευση από 7,4% το 2002 και 4,8% το 2009 ανήλθε σε 8,9% το 2015».
Παρά τα παραπάνω, όμως, το ΙΟΒΕ εντοπίζει ότι η αναλογία εκπαιδευτικών – μαθητών παραμένει στη χώρα μας μικρότερη από τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ και του ΟΟΣΑ,
κι αυτό όχι μόνο λόγω νησιωτικών και δυσπρόσιτων περιοχών, και πατώντας πάνω σ’ αυτό, προτείνει:
Να αυξηθεί η αναλογία μαθητών ανά εκπαιδευτικό και να μειωθεί κι άλλο ουσιαστικά ο αριθμός των εκπαιδευτικών, στο όνομα της καλύτερης διαχείρισης.
Προτάσεις προσαρμογής στον πυρήνα της στρατηγικής του κεφαλαίου…
Απέναντι σε αυτές τις προοπτικές θα περίμενε ίσως κανείς να προταθούν μέτρα ανάσχεσης της υπογεννητικότητας, ουσιαστικής στήριξης των νέων ζευγαριών και ιδιαίτερα των νέων γυναικών, πολιτική που να υπηρετεί τις σύγχρονες ανάγκες:
Αποκλειστικά κρατικές, δωρεάν παρεχόμενες κοινωνικές υπηρεσίες Παιδείας, Υγείας, Πρόνοιας, συνολική μείωση του γενικού εργάσιμου χρόνου, με εξασφάλιση μόνιμης και σταθερής δουλειάς για όλους με ταυτόχρονη άνοδο του βιοτικού επιπέδου, μέσω της αύξησης των μισθών, της βελτίωσης των συνθηκών εργασίας και ζωής.
Όμως, το ΙΟΒΕ κινείται στην αντίπερα όχθη.
Αφού ψελλίζει κάτι αόριστα για οικογενειακά επιδόματα και επέκταση της υποχρεωτικής προσχολικής εκπαίδευσης:
«Με κινητοποίηση και δυνατότητα συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα και της τοπικής αυτοδιοίκησης στην παροχή της»,
όπως λέει χαρακτηριστικά, οι προτάσεις του στη συνέχεια επαναφέρουν στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου στην Εκπαίδευση.
Συγκεκριμένα, προτείνει τη:
«Διαμόρφωση μιας μακροπρόθεσμης εθνικής στρατηγικής για την εκπαίδευση […] με συμμετοχή της τοπικής αυτοδιοίκησης, των κοινωνικών εταίρων και της κοινωνίας των πολιτών (π.χ. σύλλογοι γονέων) στη διαμόρφωση και την υλοποίησή της».
Δηλαδή, να μπουν ακόμα πιο αποφασιστικά οι φορείς του κεφαλαίου στο σχεδιασμό της εκπαιδευτικής πολιτικής, κάνοντας συνυπεύθυνους και τους φορείς των γονιών!
Επίσης, επαναφέρει το θέμα της αποκέντρωσης της Εκπαίδευσης, προτείνοντας:
«Ανάθεση της διαχείρισης του προσωπικού της εκπαίδευσης στις περιφέρειες και τους μεγάλους δήμους […] και αυτονομία και ευελιξία των σχολικών μονάδων στην προσαρμογή μέρους του σχολικού προγράμματος στις τοπικές συνθήκες και για την οικοδόμηση της ιδιαίτερης ταυτότητάς τους»!
Αυτό το μοντέλο, όμως οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε μεγάλη κατηγοριοποίηση των σχολείων, καταλήγει να φορτώνει ακόμα μεγαλύτερα οικονομικά βάρη για τη λειτουργία των σχολείων στις πλάτες των γονιών και παράλληλα οδηγεί στην υποβάθμιση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
…και προτάσεις προσαρμογής στη μείωση μαθητών, με λιγότερα σχολεία και εκπαιδευτικούς
Μια ακόμα δέσμη προτάσεων του ΙΟΒΕ αφορά τη διαχείριση του εκπαιδευτικού προσωπικού με βάση τα δεδομένα συρρίκνωσής του.
Έτσι, στο πλαίσιο αυτό προτείνει:
- Καθορισμό ελάχιστου ορίου μαθητών ανά τμήμα στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση,
- καθορισμό ελάχιστου ορίου μαθητών και τμημάτων ανά σχολική μονάδα,
- σύγκλιση διδακτικού και εργασιακού ωραρίου εκπαιδευτικών με τις χώρες της ΕΕ (δηλαδή αύξηση ωραρίου),
- αναδιάρθρωση ημερήσιων και ωρολογίων προγραμμάτων λειτουργίας σχολικών μονάδων (ώρες λειτουργίας, διάρκεια διδακτικών ωρών και διαλειμμάτων) κ.ά.
Στο ίδιο πνεύμα, στη λογική δηλαδή μείωσης των εκπαιδευτικών, συγχώνευσης και κλεισίματος μικρών σχολικών μονάδων κ.λπ., προτείνει σχεδιασμό πολιτικής για:
«Στοχευμένες προσλήψεις εκπαιδευτικών, λαμβάνοντας υπόψη, πέρα από τις δημογραφικές επιπτώσεις, και τη διαφαινόμενη συρρίκνωση του εκπαιδευτικού συστήματος».
Αντίστοιχα, προχωρά και σε προτάσεις για την Ανώτατη Εκπαίδευση, όπου με αφορμή τη μείωση των αναγκών σε εκπαιδευτικούς βρίσκει ευκαιρία να προτείνει τον εξοβελισμό της παιδαγωγικής επάρκειας εκτός πτυχίου!
Όπως λέει χαρακτηριστικά, η Ανώτατη Εκπαίδευση χρειάζεται:
«Αναδιάρθρωση και ανασχεδιασμό της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών ειδικοτήτων στα πανεπιστήμια, σε δεύτερο κύκλο, λαμβάνοντας υπόψη τη μείωση της απασχόλησης στον κλάδο της δημόσιας και ιδιωτικής εκπαίδευσης και τις μελλοντικές ανάγκες για εκπαιδευτικούς».
Προτείνει επίσης αναπροσανατολισμό των προγραμμάτων, με στόχο την προσέλκυση αλλοδαπών φοιτητών, και προσαρμογή του αριθμού εισακτέων στα ΑΕΙ με βάση τις δημογραφικές μεταβολές και τις συνθήκες σύνδεσης Εκπαίδευσης και απασχόλησης.
Όλα τα παραπάνω δεν είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας, ούτε ασκήσεις επί χάρτου.
Είναι πλευρές της αντιλαϊκής στρατηγικής του κεφαλαίου στο χώρο της Εκπαίδευσης και προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται ήδη αποφάσεις και νόμοι της σημερινής και των προηγούμενων κυβερνήσεων, που χτυπούν τα εργασιακά και μορφωτικά δικαιώματα εκπαιδευτικών και μαθητών.
Χρειάζεται επομένως συνολική αντιπαράθεση με τον πυρήνα αυτής της στρατηγικής και πάλη για την ανατροπή της, ως προϋπόθεση για την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών του λαού και των παιδιών του.