ΓΕΡΜΑΝΙΑ – Δεκάδες χιλιάδες κενές θέσεις εκπαιδευτικών
Ταυτόχρονα αυξάνουν οι φτωχοί μαθητές που δεν μπορούν να αγοράσουν ούτε τα αναγκαία σχολικά είδη
ΒΕΡΟΛΙΝΟ.–
Με τουλάχιστον 40.000 κενές θέσεις εκπαιδευτικών άνοιξαν τα σχολεία στη Γερμανία, ένα πρόβλημα που επιδεινώνεται χρόνο με το χρόνο. «Εχουμε 30 χρόνια να δούμε τόσο δραματικές ελλείψεις εκπαιδευτικών στα σχολεία μας», προειδοποιεί ο πρόεδρος της γερμανικής Διδασκαλικής Ομοσπονδίας, Χάιντς Πέτερ Μαίντινγκερ.
Από τις 40.000 κενές θέσεις εκπαιδευτικών, περίπου 30.000 καλύπτονται προσωρινά ή «εκ των ενόντων», δηλαδή με άτομα που δεν διαθέτουν την κατάλληλη κατάρτιση, με συνταξιούχους ή ακόμη και φοιτητές. Οι υπόλοιπες δεν μπορούν να καλυφθούν ούτε καν με τέτοια «μπαλώματα». Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το πρόβλημα στο Βερολίνο καθώς και στο κρατίδιο της Σαξονίας, επισημαίνει η Διδασκαλική Ομοσπονδία.
Αλλά και το συνδικάτο των εκπαιδευτικών GEW κάνει λόγο για «δραματική κατάσταση», ιδιαίτερα στα δημοτικά σχολεία της Γερμανίας. Πού οφείλονται όλα αυτά; Εκπρόσωπος του συνδικάτου περιγράφει μία «εκπαίδευση δύο ταχυτήτων», καθώς, όπως υποστηρίζει, οι εκπαιδευτικοί με καλή κατάρτιση επιδιώκουν να εργαστούν σε συγκεκριμένα σχολεία με καλή φήμη, ενώ την ίδια στιγμή άλλα σχολεία σε υποβαθμισμένες περιοχές αντιμετωπίζουν τεράστιες ελλείψεις προσωπικού. Επιπλέον, η εντατικοποίηση της δουλειάς και οι χαμηλοί μισθοί οδηγούν πολλούς εκπαιδευτικούς σε παραίτηση.
Η κατηγοριοποίηση και ο κατακερματισμός των σχολείων στη Γερμανία είναι αποτέλεσμα του ότι η παιδεία αποτελεί αρμοδιότητα των τοπικών κρατιδίων. Ετσι, κάθε τοπική κυβέρνηση επιλέγει τη δική της «πολιτική»: Π.χ. η Βαυαρία προσπαθεί να αυξήσει τον αριθμό των σπουδαστών για παιδαγωγικά επαγγέλματα, η Σαξονίαπροσφέρει επίδομα 1.000 ευρώ μηνιαίως σε νέους δασκάλους, τοΒρανδεμβούργο επιτρέπει, κατ” εξαίρεση, σε συνταξιούχους εκπαιδευτικούς να συνεχίζουν να εργάζονται. Στη Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία, το πολυπληθέστερο κρατίδιο της Γερμανίας, 1 στους 9 δασκάλους προέρχεται από διαφορετικό γνωστικό αντικείμενο.
Στο μεταξύ, πάνω από 1 εκατ. μαθητές στη χώρα δεν μπορούν να αγοράσουν ούτε τα σχολικά είδη λόγω φτώχειας των οικογενειών τους και εξαρτώνται από το αντίστοιχο κρατικό βοήθημα, σύμφωνα με κυβερνητικά στοιχεία σε κοινοβουλευτική Ερώτηση. Το Φλεβάρη του 2018, 1.006.163 μαθητές έλαβαν το εκπαιδευτικό επίδομα, δηλαδή περίπου 5.000 περισσότεροι από πέρυσι. Πρόκειται για ένα «συμβολικό» επίδομα ύψους 100 ευρώ το χρόνο, που δικαιούνται μαθητές των οποίων οι γονείς εντάσσονται στα επιδόματα ανεργίας «Χαρτζ 4», δηλαδή ζουν σε συνθήκες εξαθλίωσης.
Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις της Γερμανικής Υπηρεσίας Προστασίας των Παιδιών (DKSB), περίπου 4,4 εκατ. παιδιά στη Γερμανία απειλούνται από τη φτώχεια. Από αυτά περίπου 1,4 εκατ. ζουν σε συνθήκες φτώχειας, αλλά δεν καταγράφονται, καθώς οι οικογένειές τους παραιτούνται από τα επιδόματα «Χαρτζ 4», εξαιτίας των ασφυκτικών ελέγχων, της έντονης γραφειοκρατίας, του εξαναγκασμού να παραιτηθούν από οποιαδήποτε ιδιοκτησία (σπίτι, αυτοκίνητο, τραπεζικό λογαριασμό κ.λπ.).
Αυξήθηκαν και πάλι το 2017 οι λεγόμενες μορφές «ευέλικτης» εργασίας – συμβάσεις ορισμένου χρόνου, μερική απασχόληση, ενοικιαζόμενοι, μίνι τζομπς κ.ά. – στη Γερμανία. Σύμφωνα με χτεσινά στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας, 7,7 εκατ. εργαζόμενοι απασχολούνταν το 2017 με «άτυπες μορφές εργασίας», δηλαδή περίπου 63.000 περισσότεροι από το προηγούμενο έτος. Το ποσοστό των «ευέλικτων» εργαζομένων αυξήθηκε σε 20,8% από 20,7% το 2016.
Οι γυναίκες με ευέλικτες μορφές εργασίας ανέρχονται στο 30,5% του συνόλου των εργαζομένων, σημαντικά περισσότερες από τους άνδρες (12,2%). Στις «άτυπες μορφές» απασχόλησης συγκαταλέγονται οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου (6,9%), οι μερικώς απασχολούμενοι έως 20 ώρες τη βδομάδα (12,9%), οι «οριακά απασχολούμενοι» με μίνι τζομπ (5,9%) και οι έκτακτοι εργαζόμενοι (2,5%).
Ο αριθμός των απασχολουμένων με «κανονική» σχέση εργασίας, που είναι πλήρως ασφαλισμένοι και εργάζονται άνω των 20 ωρών τη βδομάδα, ανήλθε το 2017 σε περίπου 25,8 εκατ., δηλαδή 116.000 περισσότεροι από ό,τι το 2016. Το ποσοστό των «κανονικών» εργαζομένων αυξήθηκε επομένως ελαφρά σε 69,3%, από 69,2%.