Πώς μπορούμε να μιλήσουμε απλά σε μαθητές για φιλοσοφία

Μια απόπειρα με τη βοήθεια του «θείου Αλβέρτου»… Ενα κείμενο που απευθύνεται σε γονείς, δασκάλους, καθηγητές

 

Όποιος συναναστρέφεται σήμερα παιδιά 13 – 14 χρόνων ξέρει ότι δύσκολα παίρνουν να διαβάσουν ένα «εξωσχολικό» βιβλίο, είτε λογοτεχνικό, είτε πολύ περισσότερο φιλοσοφικό ή εν γένει επιστημονικό. Η αποστροφή που γεννά το σημερινό σχολείο για τη γνώση, η αλλοτρίωση σε επίπεδο κοινωνικών σχέσεων, η εμπορευματοποίηση του ελεύθερου χρόνου, η στρεβλή ανάπτυξη και αξιοποίηση του διαδικτύου επιδρούν καθοριστικά ως προς αυτό.

Ομως, δεν πρέπει να παραιτηθούμε από την προσπάθεια να μπολιάσουμε το νεανικό προβληματισμό μ” ένα στέρεο κοσμοθεωρητικό υπόβαθρο, να εμφυσήσουμε τη δίψα για γνώση. Οσο κι αν το στοίχημα είναι δύσκολο, χρειάζεται να κάνουμε ακόμα περισσότερα σε αυτήν την κατεύθυνση. Για να το κερδίσουμε, πρέπει να επεξεργαστούμε κατάλληλες μεθόδους και μορφές, να ανταλλάξουμε γνώμες και πείρα. Σ” αυτό αποσκοπούν όσα γράφουμε εδώ.

Αν πεις σε μαθητές ευθύς εξαρχής ότι το βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας αφορά τη σχέση νόησης και Είναι, το πιθανότερο είναι να σου πουν ότι μιλάς ακαταλαβίστικα και ν” αρχίσουν να ασχολούνται με τα κινητά τους. Κι εδώ που τα λέμε, δίκιο θα “χουν. Είναι άλλο να συζητάς π.χ. για το Αντι-Ντύρινγκ κι άλλο να θες ν” ανοίξουν ένα παράθυρο για να δουν τι έχει να τους προσφέρει η φιλοσοφία και ο μαρξισμός, όχι ως εγκυκλοπαιδική γνώση, αλλά ως οδηγός για τα βήματά τους στη ζωή.

 
Μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο; 

 

Αντί, λοιπόν, να αρχίσει κανείς διατυπώνοντας, εν είδει θέσφατου, το βασικό ζήτημα, μπορεί να θέσει το ερώτημα «μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο γύρω μας;». Οι πιθανές απαντήσεις ανοίγουν το δρόμο προς την ουσία του ζητήματος. Τι θα σήμαινε το «όχι»; Θα μπορούσε να σημαίνει ότι ο κόσμος είναι τέτοιος που ο άνθρωπος δεν μπορεί να τον γνωρίσει ή ότι ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος έτσι που δεν μπορεί να γνωρίσει τον κόσμο. Ισως κάποιος πιο «ψαγμένος» να πει ότι «αφού κάθε τόσο ανακαλύπτεται κάτι καινούργιο, που βγάζει λάθος όσα πιστεύαμε ως τότε, πώς μπορούμε να ξέρουμε αν πράγματι γνωρίζουμε τον κόσμο;». Από αυτά μπορεί να αναδειχτεί η ουσία της διδασκαλίας του ιδεαλισμού και των παραφυάδων του για τη γνώση. Εύκολα προκύπτει ότι τέτοιες απαντήσεις οδηγούν στη μοιρολατρία, στο να περιμένεις παθητικά τα μελλούμενα και να εναποθέτεις τις ελπίδες σου για να αλλάξει η κατάσταση σε κάποια εξωτερική δύναμη αντί να πάρεις την υπόθεση στα χέρια σου. Κι αυτό σίγουρα είναι κάτι που δεν ταιριάζει σε νέους ανθρώπους!

Από την άλλη, μέσα από την πρακτική του δραστηριότητα ο άνθρωπος μπορεί να επιβεβαιώνει ότι οι γνώσεις του αντιστοιχούν στην πραγματικότητα και γι” αυτό μπορεί χρησιμοποιώντας τες να τον «αλλάξει», για να ικανοποιήσει τις δικές του ανάγκες, τις ανάγκες της κοινωνίας. Βέβαια, υπάρχει μια προϋπόθεση: Η δράση του να παίρνει υπόψη τους νόμους της πραγματικότητας, που ισχύουν ανεξάρτητα από τη θέλησή του. Από εδώ προκύπτει και η ανάγκη να τους μάθουμε, ώστε να μπορούμε να τους χρησιμοποιούμε προς όφελός μας. Πρέπει να γνωρίσουμε, λοιπόν, τον κόσμο, για να μπορέσουμε να τον αλλάξουμε! Ετσι, το «ναι» ανοίγει το δρόμο για τη διαλεκτικοϋλιστική διδασκαλία για τη γνώση. Ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίσει τον κόσμο, γιατί είναι μέρος του, «γεννήθηκε» μέσα από αυτόν.

Φυσικά, όταν μιλάμε για τον κόσμο που μας περιβάλλει δεν εννοούμε μόνο τα φυσικά σώματα, αλλά ό,τι είναι αντικειμενικά υπαρκτό: π.χ., σε ένα εργοστάσιο, οι σχέσεις μεταξύ των εργατών και βιομηχάνου είναι εξίσου υλικές.

Το επόμενο βήμα είναι να τεθεί το ερώτημα: Τι προηγείται, ποιο είναι το καθοριστικό, η σκέψη μας (ή το πνεύμα, γενικά) ή ο ίδιος ο κόσμος, η πραγματικότητα που μας περιβάλλει; Αν έχουμε συμφωνήσει στα παραπάνω, η απάντηση θα προκύψει εύκολα, ότι αφετηρία είναι ο ίδιος ο κόσμος. Ετσι πια θα έχουμε προσδιορίσει τα δυο στρατόπεδα και τα παιδιά θα έχουν πάρει θέση σ” αυτό του υλισμού.

 
Αρκεί η εμπειρία για να γνωρίσουμε τον κόσμο;

Πώς, όμως, μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο; Οι πρώτες, αυθόρμητες απαντήσεις μάλλον θα αναφέρονται στην παρατήρηση και την εμπειρία: Βλέποντας όσα συμβαίνουν γύρω μας, μαθαίνουμε για αυτά. Μπορούν, όμως, οι αισθήσεις και η εμπειρία να μας δώσουν την πλήρη εικόνα;

Κάθε πρωί βλέπουμε τον Ηλιο ν” ανατέλλει και κάθε βράδυ να δύει. Η παρατήρηση αυτή εύλογα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Ηλιος κινείται γύρω απ” τη Γη, όπως άλλωστε πίστευαν για πολλούς αιώνες. Κι όμως, σήμερα ξέρουμε ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Αρα η εμπειρία από μόνη της δεν αρκεί. Χρειάζεται, ξεκινώντας από εκεί, να προσπαθήσουμε να αποκαλύψουμε τις πιο ουσιαστικές πτυχές, όσα δε φαίνονται με μια πρώτη ματιά, τους μηχανισμούς που καθορίζουν πώς είναι και πώς εξελίσσονται τα πράγματα κι έτσι να «δέσουμε» τη γνώση μας θεωρητικά.

 
Καλώς τον θείο Αλβέρτο!

Η μονοτονία που μπορεί να έχει μια συζήτηση σε στιλ διάλεξης για ένα τόσο «βαρύ» θέμα δεν είναι ό,τι πιο θελκτικό για έναν μαθητή. Πώς θα μπορούσαμε να τη διανθίσουμε, ώστε το ενδιαφέρον να κρατιέται ζωντανό, αλλά και να αφομοιώνονται καλύτερα όσα λέμε; Χείρα βοηθείας μπορεί να τείνει ο Αϊνστάιν.

Η θεωρίας της Σχετικότητας (Ειδική και Γενική), ένα από τα βάθρα της σύγχρονης Φυσικής, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα δυσπρόσιτης εμπειρικά επιστημονικής θεωρίας. Φυσικά, δεν είναι δόκιμο να μιλήσουμε σε μαθητές Γυμνασίου αναλυτικά για αυτή, όμως κάποιες πλευρές μπορεί να ανοίξουν ζητήματα που μας ενδιαφέρουν. Αλλωστε, ο Αϊνστάιν, ως προσωπικότητα, γοητεύει και μπορεί να λειτουργήσει ως θετικό πρότυπο, πράγμα χρήσιμο στις νεότερες ηλικίες.

Η επανάσταση που επέφερε στη Φυσική είχε ως υπόβαθρο την αμφισβήτηση πολλών από τις «αιώνιες αλήθειες» της μέχρι τότε επιστήμης. Οπως έλεγε κι ο Αϊνστάιν «η επιστήμη και η γνώση πάνε μπροστά μόνο αν αμφισβητήσουμε τους μεγάλους».

Ολο και κάπου θα έχουμε δει την περίφημη εξίσωση E=mc2. Τι εκφράζει επί της ουσίας αυτή; Οτι η ενέργεια και η μάζα (ιδιότητα της ύλης) μετατρέπονται η μια στην άλλη, ούτε γεννιούνται, ούτε καταστρέφονται, αφού η μεταξύ τους αναλογία παραμένει σταθερή. Είναι, δηλαδή, μια απόδειξη ότι στο φυσικό κόσμο ισχύει η θέση που για την υλιστική διαλεκτική έχει γενική ισχύ, ότι η ύλη βρίσκεται σε κατάσταση διαρκούς κίνησης, δηλαδή μεταβολής (αυτή εκφράζει ουσιαστικά η ενέργεια).

Ας πάμε παραπέρα. Παλιότερα ο χώρος και ο χρόνος θεωρούνταν απόλυτοι και ανεξάρτητοι μεταξύ τους και από την ύλη. Ηταν σαν να έχουμε ένα άδειο δοχείο, έτοιμο να δεχτεί ό,τι τοποθετηθεί μέσα του. Ο Αϊνστάιν απέδειξε ότι χώρος και χρόνος (που είναι άπειροι, υπάρχουν αντικειμενικά, δεν είναι δημιουργήματα ή επινοήσεις κανενός) δεν είναι ανεξάρτητοι ούτε μεταξύ τους, ούτε από τα υλικά σώματα (σχήμα 1). Αυτά είναι βασικά στοιχεία της διαλεκτικοϋλιστικής αντίληψης για το χώρο και το χρόνο.

Μια απλή δραστηριότητα βοηθά να το κατανοήσουμε: Παίρνουμε ένα σεντόνι και το τεντώνουμε, τραβώντας από όλες τις μεριές. Τοποθετούμε πάνω του μια σφαίρα. Η παρουσία ενός υλικού σώματος (σφαίρα) καμπυλώνει το χωροχρόνο (σεντόνι). Αν τώρα ρίξουμε στο σεντόνι μπίλιες, θα δούμε ότι η τροχιά και η επιτάχυνσή τους καθορίζονται από το πώς έχει διαμορφωθεί ο χωροχρόνος, ενιαία με την παρουσία του υλικού σώματος (σχήμα 2).

Ας δούμε και κάτι πιο… προκλητικό. Ξέρουμε ότι εφόσον το άθροισμα των γωνιών του είναι 180ο, ένα τρίγωνο δεν μπορεί να έχει δυο ορθές γωνίες. Ομως, ας παρατηρήσουμε μια υδρόγειο σφαίρα: Θα δούμε ότι δυο οποιοιδήποτε μεσημβρινοί είναι κάθετοι στον ισημερινό κι όμως τέμνονται στους πόλους. Σχηματίζονται έτσι τρίγωνα με δυο ορθές γωνίες (σχήμα 3)! Είναι λάθος αυτό που τόσα χρόνια μαθαίνουμε; Οχι, απλώς η Ευκλείδεια γεωμετρία αφορά τα επίπεδα και δεν είναι κατάλληλη για τις καμπυλωμένες επιφάνειες. Οι ιδιότητες αυτών περιγράφονται από μη ευκλείδειες γεωμετρίες κι αφού, όπως είδαμε, ο χωροχρόνος καμπυλώνεται παρουσία ύλης, εκεί έπρεπε να καταφύγει κι ο Αϊνστάιν. Ετσι, βλέπουμε ότι αυτό που ξέρουμε για μια άλλη «περιοχή» της πραγματικότητας δεν αρκεί για να μας δώσει όλες τις ιδιότητες του χώρου και του χρόνου. Χρειάζεται να κάνουμε άλμα για να οδηγηθούμε σε σωστά αποτελέσματα κι όχι να μεταφέρουμε συμπεράσματα άκριτα και μηχανιστικά…

Του
Δημήτρη ΚΟΙΛΑΚΟΥ
Category: ΑΣΕ