Τι κρύβουν οι αλλαγές στο Γυμνάσιο;
Ξεκίνησε προχτές η σχολική χρονιά κι αν κάτι ξεχωρίζει είναι ο προπαγανδιστικός «αχός» της κυβέρνησης για το γεγονός ότι περισσότεροι αναπληρωτές από πέρυσι βρίσκονται στη θέση τους στην αρχή της χρονιάς. «Στόχος μας τώρα το σχολείο της ποιότητας και της ισότητας», είπε ο πρωθυπουργός, ενώ στις τυμπανοκρουσίες κεντρικό ρόλο έχουν και οι αλλαγές στο Γυμνάσιο που παρουσιάζονται ως «κοσμογονικές» και προοδευτικές.
Και εδώ οι πανηγυρισμοί κρύβουν κάτω από το χαλί τα χιλιάδες κενά εκπαιδευτικών, που προκύπτουν από τη συνεχιζόμενη πολιτική αδιοριστίας και τις αλλαγές στις αναθέσεις, που σηματοδοτούν εκ των πραγμάτων χειροτέρευση των όρων μόρφωσης των παιδιών της λαϊκής οικογένειας και που ήρθαν για να μείνουν.
Το υπουργείο Παιδείας, όμως, επικεντρώνει κυρίως στο γεγονός ότι μειώνονται σε τέσσερα τα εξεταζόμενα μαθήματα στο τέλος της χρονιάς και κατά τρεις ώρες το εβδομαδιαίο πρόγραμμα, ότι υπάρχει εξορθολογισμός της ύλης στην κατεύθυνση της μείωσης. Με βάση αυτά, επιδιώκει να πείσει ότι η λαϊκή οικογένεια και τα παιδιά της θα απαλλαγούν από το άγχος, το Γυμνάσιο θα ξεφύγει από την εξεταστική διαδικασία και θα εστιάσει στην ουσιαστική μορφωτική διαδικασία.Αλλά ποια μορφωτική διαδικασία;
Να θυμίσουμε ότι η μείωση της ύλης δεν είναι κάτι νέο, ούτε άσχετο από το περιεχόμενο της σχολικής γνώσης. Εχει ήδη ξεκινήσει από τα περιβόητα βιβλία και προγράμματα της περιόδου 2006 – 2007 που είναι ακόμα σε ισχύ, υπακούοντας στην ίδια λογική της «διαθεματικότητας»(της λογικής από μέρος σε μέρος και όχι από το μέρος στο όλο και πάλι πίσω στο συγκεκριμένο), όπως από το 2006 αποκλειστικά το Κόμμα μας ανέδειξε ως σοβαρό επιστημονικό, μεθοδολογικό πρόβλημα και όχι κυρίως ως ζήτημα προχειρότητας. Στη βάση αυτή, μειώθηκε η ύλη μαθημάτων που σχετίζονται με τις φυσικές επιστήμες και τα μαθηματικά. Για παράδειγμα, η Γεωμετρία εξοβελίστηκε, ενώ είναι γνωστό ότι εξασκεί τη φαντασία, την αναλυτική και συνθετική σκέψη, ενώ υποβαθμίστηκαν επιστήμες όπως η Χημεία, η Φυσική, που όταν διδάσκονται σωστά (υλιστικά, ορθολογικά), «διαπαιδαγωγούν» στο να σκέφτεται κάποιος με βάση το αίτιο και το αποτέλεσμα, την ύπαρξη αντικειμενικών νόμων κίνησης της ύλης. Στα γλωσσικά μαθήματα, το δημιουργικό στοιχείο περιορίζεται, η μέθοδος εκμάθησης αντιγράφει τη μέθοδο εκμάθησης της αγγλικής, χωρίς κανόνες – απαραίτητο σημείο αναφοράς για την αφομοίωση του γλωσσικού πλούτου, ενώ συνοδεύεται κατά βάση από κείμενα απλοϊκά, χρηστικά, ρηχά, γιατί υποτίθεται «αυτά ενδιαφέρουν τους μαθητές».
Τα εμπόδια στη μορφωτική διαδικασία καθώς και το άγχος που αυτά φέρνουν, είναι λογικό βέβαια να ταυτίζονται με την εξεταστική διαδικασία. Ειδικά στον καπιταλισμό, τα αποτελέσματα των εξετάσεων εκφράζουν ακόμα πιο έντονα τις μορφωτικές και κοινωνικές ανισότητες, τις διαφορετικές αφετηρίες από τις οποίες ξεκινά κάθε μαθητής. Είναι «το κερασάκι στην τούρτα» σε μια από χέρι άνιση εκπαιδευτική διαδικασία. Ομως, το πρόβλημα δεν είναι οι εξετάσεις, αλλά ο στόχος που θέτει η κοινωνία στο σχολείο. Μήπως η υποτιθεμένη ελεύθερη πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ή οι περιορισμένες εξετάσεις σε μια σειρά χώρες, έκανε τη μόρφωση προσβάσιμη σε ευρύτερες λαϊκές οικογένειες;
Πίσω από τα περί «λυκειοποίησης του Γυμνασίου», ανοίγει ακόμα πιο διάπλατα ο δρόμος στη δημιουργία προγραμμάτων «σούπα», στα πρότυπα της διαθεματικής προσέγγισης. Σε αυτό το πλαίσιο, εντάσσεται και η συζήτηση για ενοποίηση ειδικοτήτων και κατάργηση των επιμέρους μαθημάτων (π.χ. Φυσικές Επιστήμες) σε αντίθεση με τη διακριτή διδασκαλία των επιμέρους αντικειμένων, η οποία πατάει στους διαφορετικούς αντικειμενικούς νόμους του υλικού κόσμου. Και σε αυτό το ζήτημα η κυβέρνηση έχει την απόλυτη στήριξη της ΝΔ!
Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση θέλει να δημιουργήσει στη λαϊκή οικογένεια μειωμένες μορφωτικές απαιτήσεις για τα παιδιά της, να οδηγήσει στη λογική «άντε να τελειώσουμε το Γυμνάσιο και μετά βλέπουμε». Ομως, το μετά έχει να κάνει με τις περιβόητες αλλαγές στο Λύκειο. Εκεί «θα τρώει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι», αφού επί της ουσίας γενικεύεται ένας ατέλειωτος εξεταστικός μαραθώνιος εντός Λυκείου, που θα λειτουργεί αποτρεπτικά στην επιλογή του Γενικού Λυκείου, φέρνοντας έτσι το «όνειρο» της κυβέρνησης, και της αστικής τάξης βεβαίως, για πιο μαζική στροφή στην πρόωρη κατάρτιση πιο κοντά στην πραγματικότητα.
Η ουσία, λοιπόν, βρίσκεται στους στόχους του σχολείου και της κοινωνίας. Η αποτίμηση της μορφωτικής διαδικασίας, ο έλεγχος του τι έμαθε ο μαθητής και τα αντίστοιχα μέτρα που πρέπει να πάρει ο εκπαιδευτικός, είναι μια αντικειμενική και αναγκαία διαδικασία. Και αυτή η διαδικασία μπορεί να έχει ουσιαστικό, προοδευτικό και φιλολαϊκό περιεχόμενο, στο βαθμό που το σχολείο έχει στόχο την ολόπλευρη μόρφωση και διαπαιδαγώγηση όλων και όχι κάποιων. Οταν σκοπός του είναι να διδάσκει ότι υπάρχει αντικειμενική αλήθεια, ότι υπάρχουν νόμοι κίνησης της φύσης, της κοινωνίας και όχι ότι «ο καθένας έχει την αλήθειά του», άποψη που σιγοντάρει έναν σύγχρονο ανορθολογισμό. Οταν από τον ίδιο του τον μορφωτικό και διαπαιδαγωγητικό σκοπό, το σχολείο ούτε θέλει ούτε μπορεί να διαχωρίσει τα μαθήματα σε πρωτεύοντα και δευτερεύοντα, ανεξάρτητα από το αν αυτά εξετάζονται.
Χωρίς να παραγνωρίζουμε την πίεση και τις δυσκολίες της λαϊκής οικογένειας, έχουμε ευθύνη να διαμορφώνουμε κριτήριο με πυξίδα τις σύγχρονες μορφωτικές δυνατότητες και ανάγκες της εποχής μας. Γιατί, με περισσότερες ή λιγότερες εξετάσεις, το ζητούμενο είναι ο μαθητής να μπορεί να ξεχωρίζει την αλήθεια από το ψέμα, την πληροφόρηση από τη γνώση, να μπορεί να εκφράζεται σωστά και ολοκληρωμένα, να αμφισβητεί τα σκουπίδια της μεταφυσικής, να ξέρει την αλήθεια για την Ιστορία του λαού μας.
Σε αυτήν την ανάγκη, αυτή η κοινωνία και το σχολείο της, όχι μόνο δεν παίρνουν άριστα, αλλά κάτω από τη βάση.