Ομιλία στην εκδήλωση με θέμα: Η αξιοποίηση του φασισμού σε περιόδους κρίσης
«Όποιος ξεχνά την ιστορία του, είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει», έγραψε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ο φιλόσοφος Γεώργιος Σανταάνα. Μερικές δεκαετίες αργότερα, τα λόγια του αυτά θα χαράσσονταν σε ειδική πλακέτα σε ένα από τα κρεματόρια του Άουσβιτς – αυστηρή προειδοποίηση στις επόμενες γενεές, να μη λησμονήσουν ποτέ το τι συνέβη εκεί και γιατί. Στις μέρες μας, δεν είναι λίγοι εκείνοι, οι οποίοι βλέπουν τρομακτικές αναλογίες του τότε με το σήμερα. Το βάθεμα της καπιταλιστικής κρίσης, η άνοδος των οργανώσεων με φασιστική ρητορική και πρακτική, είναι στοιχεία που σίγουρα ενισχύουν αυτές τις αναλογίες, προκαλώντας όλους μας να προβληματιστούμε και να «επαναφέρουμε» στη μνήμη μας τις μαύρες εκείνες σελίδες της ανθρώπινης ιστορίας. Που όσο και μαύρες να ήταν, δεν πρέπει ποτέ να μείνουν ξεχασμένες.
Η κρίση του 1929 εκδηλώθηκε αρχικά στις ΗΠΑ για να μετεξελιχθεί γρήγορα σε διεθνή καπιταλιστική κρίση. Η παγκόσμια βιομηχανική παραγωγή (πλην της ΕΣΣΔ) μειώθηκε κατά 38%, ενώ οι άνεργοι ξεπέρασαν τα 35.000.000. Από τις χώρες που πλήγηκαν περισσότερο, ήταν βεβαίως η Γερμανία.
Ένα μόλις χρόνο πριν, στις εκλογές του Μάη 1928 το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα άγγιξε το ναδίρ της εκλογικής του επιρροής, συγκεντρώνοντας μόλις το 2,6% των ψήφων και έχοντας χάσει πάνω από το μισό της δύναμής του από το 1924. Δύο χρόνια αργότερα και μεσούσης της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης οι Ναζί είδαν τα ποσοστά τους να εκτοξεύονται στο 18,3%. Το 1930 όμως δεν ήταν απλά η χρονιά της εκλογικής ανάκαμψης του φασισμού στη Γερμανία. Ήταν επίσης η χρονιά όπου το γερμανικό βιομηχανικό και τραπεζικό κεφάλαιο, «γοητευμένο» από τις «λύσεις» που προσέφερε ο φασισμός στα αδιέξοδά του, άρχισε πλέον να στηρίζει ανοιχτά και αποφασιστικά το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Α. Χίτλερ.
Η αλληλεξάρτηση και αλληλοϋποστήριξη, οι στενότατοι δεσμοί που ανέπτυξαν μεταξύ τους κεφάλαιο και φασισμός, καταγράφηκαν και στοιχειοθετήθηκαν λεπτομερώς στις Δίκες της Νυρεμβέργης. Η διαβόητη «δίκη των βιομηχάνων» -άγνωστη σήμερα- θεωρήθηκε τότε ίσης σημασίας με τις δίκες των στελεχών των Ναζί, των SS, της Βέρμαχτ, κλπ. Έκτοτε καταδικάστηκε στη λήθη: οι εγκληματικές τους ευθύνες για την άνοδο του ναζισμού παραγράφηκαν, τα αίτια του φασισμού και του πολέμου «επαναπροσδιορίστηκαν» και τα βιβλία Ιστορίας ξαναγράφτηκαν.
Διαβάζουμε σχετικά από τα Πρακτικά της Δίκης: «Έπειτα από πρόσκληση του Γκέρινγκ, περίπου 25 από τους μεγαλύτερους βιομηχάνους της Γερμανίας, μαζί με τον Schacht (σ.σ. Προέδρου της Τράπεζας Διεθνών Διευθετήσεων από το 1930, Διευθυντή της Τράπεζας του Ράιχ και από το 1934 Υπουργού Οικονομικών των Ναζί), συναντήθηκαν λίγο πριν τις γερμανικές εκλογές. Στη συνάντηση αυτή ο Χίτλερ ανακοίνωσε την πρόθεση των Ναζί να αποκτήσουν τον ολοκληρωτικό έλεγχο της Γερμανίας, να διαλύσουν το κοινοβουλευτικό σύστημα, να κτυπήσουν κάθε αντιπολίτευση με βία και να αποκαταστήσουν τη δύναμη της Βέρμαχτ. Μεταξύ των παρευρισκομένων ήταν ο Γουστάβος Κρουπ, επικεφαλής της πολεμικής βιομηχανίας Κρουπ, τέσσερα ηγετικά στελέχη της I. G. Farben, ενός εκ των μεγαλυτέρων μονοπωλίων χημικών στο κόσμο, ο Αλβέρτος Βόγκλερ, επικεφαλής της United Steel Works της Γερμανίας και άλλοι επιφανείς βιομήχανοι.»[1]
Ένας εξ αυτών, ο Φον Σνίτζλερ, διευθυντικό στέλεχος της I. G. Farben, κατέθεσε στις Δίκες της Νυρεμβέργης: «Ενώ περίμενα τον Γκέρινγκ να εμφανιστεί, μπήκε στο δωμάτιο ο Χίτλερ, ο οποίος έσφιξε το χέρι όλων και κάθισε στη κεφαλή του τραπεζιού. Σε ένα μακρύ λόγο μίλησε κυρίως για τον κίνδυνο του κομμουνισμού, επί του οποίου έκανε σα να είχε μόλις κερδίσει μια αποφασιστική μάχη.» Τα επιχειρήματα του Χίτλερ έπιασαν τόπο. Η συνάντηση έληξε με τη σύσταση ειδικού ταμείου υποστήριξης των Ναζί στις επερχόμενες εκλογές ύψους 3.000.000 μάρκων (Ντοκουμέντο EC-439, ΠΔΝ). Στις εκλογές αυτές το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα έλαβε το 43,9% των ψήφων.
Τον Απρίλη του 1933 και αφού οι Ναζί βρίσκονταν πλέον στην εξουσία, ο Γουστάβος Κρουπ, με την ιδιότητά του ως Πρόεδρος του Συνδέσμου της Γερμανικής Βιομηχανίας του Ράιχ (της μεγαλύτερης ένωσης βιομηχάνων στη Γερμανία) κατέθεσε στον Χίτλερ τα σχέδια του Συνδέσμου για την αναδιοργάνωση της γερμανικής βιομηχανίας. Από τη μεριά του, ο Κρουπ ανέλαβε να ευθυγραμμίσει τον Σύνδεσμο με τους σκοπούς των Ναζί, μετατρέποντάς τον σε αποτελεσματικό όργανο για την υλοποίηση της πολιτικής τους. Σε επιστολή του προς τον Χίτλερ (25 Απριλίου 1933) ο Κρουπ έγραψε πως το σχέδιο αναδιοργάνωσης που κατέθεσε εκ μέρους του Συνδέσμου Βιομηχάνων χαρακτηρίζονταν από την επιθυμία «να συνδυαστούν τα οικονομικά μέτρα με την πολιτική αναγκαιότητα, υιοθετώντας την έννοια του Φύρερ για το νέο Γερμανικό Κράτος.» Στο ίδιο το σχέδιο τόνιζε: «Η τροπή των πολιτικών γεγονότων [είναι] στη γραμμή των όσων εγώ ο ίδιος και το Διοικητικό Συμβούλιο ευχόμασταν για πολύ καιρό» (Ντοκουμέντο D-157, ΠΔΝ).
Ο βιομηχανικός κολοσσός της Κρουπ, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία του γερμανικού κεφαλαίου, υπήρξαν βασικοί οικονομικοί αρωγοί-χορηγοί, όχι μόνο της πολεμικής μηχανής της φασιστικής Γερμανίας, αλλά και των διαφόρων πολιτικών (κόμμα, οργανώσεις νεολαίας) ή παραστρατιωτικών οργανώσεων των Ναζί (όπως τα Τάγματα Εφόδου SA, τα SS, κλπ.). Έτσι ξεκίνησε το «Ταμείο του Χίτλερ», με κεφάλαια που προέρχονταν «ακόμα και από τους πιο απομακρυσμένους κύκλους της γερμανικής βιομηχανίας, συμπεριλαμβανομένου του κόσμου της αγροτικής οικονομίας και των τραπεζών» (Ντοκουμέντο D-151, ΠΔΝ). Με το άνοιγμα των αρχείων της Κρουπ, προέκυψε ότι μόνο π.χ. το εργοστάσιο της εταιρίας στο Essen είχε «προσφέρει» ως το 1945 το ιλιγγιώδες ποσό των 4.738.446 μάρκων στο εν λόγω Ταμείο (Ντοκουμέντο D-325, ΠΔΝ).
Τα οφέλη βεβαίως υπήρξαν αμοιβαία. Όπως τόνισε ο ίδιος ο Κρουπ σε ομιλία του στις 26 Ιανουαρίου 1934: «Ο Εθνικοσοσιαλισμός απελευθέρωσε τον Γερμανό εργάτη από τη μέγγενη ενός δόγματος (σ.σ. του κομμουνισμού) που ήταν βασικά εχθρικό τόσο για τον εργοδότη όσο και για τον εργαζόμενο. Ο Αδόλφος Χίτλερ επέστρεψε τον εργάτη στο έθνος του. Τον μετέτρεψε σε πειθαρχημένο στρατιώτη της εργασίας και συνεπώς σύντροφό μας (σ.σ. των βιομηχάνων!).»[2] Με άλλα λόγια, ο φασισμός εξασφάλισε την πολυπόθητη για το κεφάλαιο «εργασιακή ειρήνη», διαλύοντας τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργατών και συλλαμβάνοντας, εκτοπίζοντας ή εξοντώνοντας τους κομμουνιστές, τους συνδικαλιστές και κάθε λογής προοδευτικό άνθρωπο.
Τα συμφέροντα όμως των γερμανικών μονοπωλίων ταυτίζονταν επίσης και με δύο άλλες βασικές επιδιώξεις των Ναζί: την ιμπεριαλιστική αναδιανομή του κόσμου και τη συντριβή της ΕΣΣΔ. Όσον αφορά το πρώτο, όπως υπογράμμισε ο Υπουργός Οικονομίας των Ναζί Schacht στον Αμερικανό Πρόξενο Fuller το 1935: «Οι αποικίες είναι απαραίτητες στη Γερμανία. Αν καταστεί δυνατό θα τις αποκτήσουμε μέσα από διαπραγματεύσεις. Αν όχι, θα τις αρπάξουμε (σ.σ. με τη βία)» (Ντοκουμέντα EC-450 και US-629, ΠΔΝ). Ο νέος παγκόσμιος πόλεμος για την αναδιανομή του κόσμου δεν θα αργούσε.
Ήταν όμως ο φασισμός, ένα ιδιαίτερο ιταλικό ή γερμανικό φαινόμενο; Ασφαλώς όχι. Για την ακρίβεια, προς τα τέλη της μεσοπολεμικής περιόδου, ήταν μάλλον ελάχιστες εκείνες οι χώρες της Ευρώπης στις οποίες δεν είχε επιβληθεί κάποιας μορφής δικτατορικό-φασιστικό καθεστώς: Αυστρία, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία, Ελλάδα, Ισπανία, Λιθουανία, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, κοκ.
Στη Γαλλία, η ακροδεξιά-φασιστική οργάνωση «Σταυροί της Φωτιάς» έφτασε, με την υποστήριξη των γαλλικών μονοπωλίων και της καθολικής Εκκλησίας, να μετρά 400.000 μέλη το 1935. Μετά τη Συμφωνία του Μονάχου το 1938, η κυβέρνηση Νταλαντιέ έθεσε το ΚΚ Γαλλίας εκτός νόμου. Στη Βρετανία, είναι γνωστός ο θαυμασμός που έθρεφε ο Τσόρτσιλ για τον Μουσολίνι. Ο ίδιος, είχε δηλώσει σε ομιλία του στη Ρώμη στις 20 Ιανουαρίου 1927: «Αν ήμουν Ιταλός, είμαι σίγουρος ότι θα ήμουν ολόψυχα μαζί σας από την έναρξη της θριαμβευτικής σας πάλης ενάντια στις κτηνώδεις ορέξεις και πάθη του Λενινισμού. Θα πω όμως και μια λέξη για τη διεθνή διάσταση του φασισμού. Εξωτερικά, το κίνημά σας προσέφερε υπηρεσία σε ολόκληρο τον κόσμο…Η Ιταλία έδειξε πως υπάρχει τρόπος καταπολέμησης των ανατρεπτικών δυνάμεων…προσέφερε το αναγκαίο αντίδοτο στο ρωσικό δηλητήριο. Από δω και πέρα κανένα μεγάλο έθνος δεν θα στερείται των ύστατων μέσων για τη προστασία του από την καρκινογόνο ανάπτυξη του Μπολσεβικισμού.»[3]
Η σχέση της αμερικανικής άρχουσας τάξης με τα φασιστικά καθεστώτα της Γερμανίας και της Ιταλίας δεν αρκέστηκε μόνο στην ανταλλαγή «φιλοφρονήσεων» ή «συνταγών» για την οργάνωση της κοινωνίας και της οικονομίας. Πράγματι, ο ρόλος που έπαιξαν τα μεγάλα αμερικανικά μονοπωλιακά συγκροτήματα στην οικονομική και στρατιωτική ανόρθωση της Γερμανίας στο δρόμο προς τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν καταλυτικός. Εταιρίες όπως η Ford, η General Motors (μέσω της θυγατρικής της Opel και όχι μόνο), η General Electric, η Standard Oil (η σημερινή Exxon-Mobil), η IBM, η ΙΤΤ (η σημερινή ΑΤ&Τ), η Τράπεζα Chase Manhattan και πολλές άλλες, έκαναν τεράστιες επενδύσεις, επωφελούμενες του «εξαιρετικού» επιχειρηματικού κλίματος που προσέφερε το Γ’ Ράιχ, αποκομίζοντας ακόμη μεγαλύτερα κέρδη. Λίγο πριν τον πόλεμο, 250 εταιρίες διέθεταν περιουσιακά στοιχεία αξίας άνω των 450 εκατομμυρίων δολαρίων στη ναζιστική Γερμανία. Σχεδόν το 70% των ξένων επενδύσεων που εισέρευσαν στη χώρα τη δεκαετία του 1930 προέρχονταν από τις ΗΠΑ.[4] Η εκτίμηση βεβαίως υπήρξε αμοιβαία: τόσο ο Πρόεδρος της IBM όσο και ο Πρόεδρος της Ford τιμήθηκαν για τις «υπηρεσίες» τους στο Γ’ Ράιχ με το μετάλλιο του Μεγάλου Σταυρού της Γερμανικής Τάξης του Αετού το 1937 και 1938 αντίστοιχα.
Αλλά ας μην πάμε τόσο μακριά. Ας δούμε και τη χώρα μας; Τι συμβαίνει στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο; Και εδώ, εξελίσσεται έντονο φλερτ της άρχουσας τάξης με τον φασισμό, το οποίο εκδηλώνεται σε όλο το φάσμα του αστικού πολιτικού συστήματος. Ενδεικτική είναι ίσως η στιχομυθία Βενιζέλου-Πλαστήρα παραμονές των εκλογών του 1933, όταν το Κόμμα των Φιλελευθέρων βρισκόταν αντιμέτωπο με σίγουρη ήττα. Ακολούθως, ο Γ. Δάφνης στο έργο του «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων» αναφέρει πως ο Πλαστήρας πρότεινε στον Βενιζέλο τη διενέργεια πραξικοπήματος, ώστε να «κάνουμε ό,τι και στην Ιταλία, που χάρις τον Φασισμό προοδεύει». Ο Βενιζέλος «του απήντησε ότι δεν ήτο μεν ενθουσιασμένος με το κοινοβουλευτικόν καθεστώς, αλλ’ ότι τα ελαττώματα των άλλων λύσεων, ήσαν τόσο μεγάλα, ώστε ουδ’ επί στιγμήν εδέχετο αλλαγήν του πολιτεύματος. Η Ιταλία, προσέθεσεν, επήγαινε καλά, διότι εκεί υπήρχε δικτάτωρ, ενώ εις την Ελλάδα δεν υπήρχε δικτάτωρ…Και χαριτολογών, κατέληξεν ο Βενιζέλος: ‘Αν πείσεις τον Μουσολίνι να αφήση την Ιταλίαν και να έλθη εδώ, τότε, ίσως, συμφωνήσω να γίνη δικτατορία’.»[5]
Ο Πλαστήρας θα εκφράσει και πάλι την «προτίμησή» του στις δυνάμεις του Άξονα σε ιδιόχειρη επιστολή του στις 21 Απριλίου 1941 (όταν τα γερμανικά στρατεύματα προήλαυναν ήδη σε ελληνικό έδαφος), προτρέποντας σε σχηματισμό φιλογερμανικής κυβέρνησης.[6] Ο δε Γ. Κονδύλης –από την «άλλη πλευρά» του αστικού πολιτικού φάσματος- ένα χρόνο πριν την εγκαθίδρυση του καθεστώτος Μεταξά, θα χαρακτηρίσει τον Ιταλό δικτάτορα ως τον «καλύτερο άνδρα της σημερινής εποχής», ο οποίος, «κατάφερε να πειθαρχήσει έναν ζωηρό λαό…και να λύσει το πρόβλημα της συνεργασίας μεταξύ κεφαλαίου και εργατών.»[7]
Φασιστικές οργανώσεις, όπως η Τρίαινα ή η Εθνική Ένωσις Ελλάς, ανέπτυξαν δράση κατά των «κόκκινων» συνδικάτων, με δολοφονικές επιθέσεις, εμπρησμούς, το βίαιο σπάσιμο απεργιών, κοκ. Παράλληλα, επιθέσεις ρατσιστικού χαρακτήρα, είχαμε τόσο εναντίον των εβραίων (της Θεσσαλονίκης), όσο και των προσφύγων της Μικράς Ασίας και του Πόντου, που οι λεγόμενοι υπερεθνικόφρονες τότε, τους θεωρούσαν τουρκόσπορους και απαιτούσαν τον εξαγνισμό των πόλεων από την παρουσία τους.
Τον Απρίλη του 1936 η Βουλή (με την ψήφο εμπιστοσύνης των Λαϊκών και την ψήφο ανοχής των Φιλελευθέρων) παρέδωσε την εξουσία στον Μεταξά, ο οποίος 4 μήνες αργότερα, μία μέρα πριν την προκηρυχθείσα γενική απεργία κήρυξε το στρατιωτικό νόμο. Γιατί επιβλήθηκε φασιστικό καθεστώς στην Ελλάδα; Την απάντηση την έδωσε ο ίδιος ο Ι. Μεταξάς, διευκρινίζοντας με ειλικρίνεια όσο και κυνικότητα, πως σκοπός της δικτατορίας δεν ήταν άλλος παρά η «αδιάκοπος φροντίς διά την στερέωσιν του αστικού καθεστώτος με όλας τας αναγκαίας θυσίας διά το σύνολον της κοινωνίας και ιδίως διά τας ενδεείς τάξεις.»[8]
Είναι ίσως ενδεικτικό πως πρώτος υπουργός οικονομικών του Μεταξά, διετέλεσε ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων Χατζηκυριάκος.
Ο φασισμός ως θελκτική και καθόλα ευπρόσδεκτη προοπτική για το κεφάλαιο –ντόπιο και διεθνές- αποτυπώθηκε συν τοις άλλοις και στην ενθουσιώδη υποδοχή της δικτατορίας από τον Πρέσβη της Βρετανίας: «Οι θαυμάσιες ενέργειες του Στρατηγού Μεταξά έχουν τώρα επικεντρωθεί σε αυτό τον σκοπό [σ.σ. στη «τακτοποίηση του χάους» που είχαν δημιουργήσει οι απεργίες την προηγούμενη περίοδο] εδώ και εννέα μήνες, και σε αυτό το μικρό διάστημα έχουν γίνει πολλά.» Μεταξύ αυτών: α) ο περιορισμός «της επέκτασης του κομμουνισμού», β) το γεγονός ότι «οι ξένοι κάτοχοι γραμματίων έλαβαν, ως μια πρώτη πράξη εκ μέρους του νέου καθεστώτος, 40 τοις εκατό από τους τόκους που τους οφείλονταν για τα προηγούμενα δύο έτη…αντί του 35 τις εκατό που τους προσέφερε η Δημοκρατική Κυβέρνηση», και γ) το ότι «εξυγίανε» τη χώρα από «την εσωτερική σαπίλα», η οποία «έχει σταματήσει προς το παρόν.»[9]
Ο φασισμός έκανε «θαύματα» για τις επιχειρήσεις. Η φασιστική οργάνωση της εργασίας και της κοινωνίας γενικότερα, η καθυπόταξη των εργαζομένων με όλα τα μέσα, προσέφερε στους έχοντες και κατέχοντες τις ιδανικές συνθήκες, όχι μόνο για να ξεπεράσουν την κρίση τους, αλλά και να πετύχουν κερδοφορία χωρίς προηγούμενο. Ο πόλεμος και η κατοχή ενέτειναν ακόμα περισσότερο την εκμετάλλευση. Μεγαλύτερη εκμετάλλευση, μεγαλύτερα κέρδη.
Από το 1940 κιόλας οι βιομηχανίες της Κρουπ άρχισαν να προμηθεύονται με «φτηνό» εργατικό δυναμικό από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης (πολλών εκ των οποίων την εποπτεία και διαχείριση είχαν οι ίδιες οι εταιρείες) ή τις κατεχόμενες περιοχές: «Οι επιστάτες της Κρουπ» διαβάζουμε στα Πρακτικά της Δίκης της Νυρεμβέργης «έδιναν ιδιαίτερη αξία στην ταχύτητα με την οποία οι σκλάβοι εργάτες μεταφέρονταν προς και από τα τρένα…τους κτυπούσαν και τους κλωτσούσαν και γενικά τους κακομεταχειρίζονταν με βάναυσο τρόπο…Έβλεπα με τα μάτια μου ανθρώπους άρρωστους που μετά βίας μπορούσαν να περπατήσουν να τους παίρνουν για δουλειά»
Η I. G. Farben υπήρξε τόσο αποτελεσματική στην «αξιοποίηση» εργατών από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ώστε αποτέλεσε πρότυπο για πολλές άλλες εταιρείες. Στελέχη της παρείχαν συμβουλευτική υποστήριξη ή μεγάλης κλίμακας εκπαίδευση στη χρήση καταναγκαστικής εργασίας σε γνωστές βιομηχανίες όπως η Volkswagen, η Messerschmitt, η Heinkel, κ.ά. Το τεραστίων διαστάσεων βιομηχανικό συγκρότημα «Buna» της I. G. Farben κατασκευάστηκε από κρατούμενους του Άουσβιτς (γύρω από το οποίο «ξεφύτρωσαν» δεκάδες επιχειρήσεις). Περισσότεροι από 25.000 άνθρωποι εκτιμάται ότι πέθαναν στη διάρκεια μόνο της κατασκευής του, ενώ την περίοδο της λειτουργίας του απασχολούσε σχεδόν 85.000 κρατουμένους. Μόνο από το Μαουτχάουζεν άντλησαν εργάτες 45 ιδιωτικές εταιρείες.
Η εξοντωτική εκμετάλλευση των εργατών είχε τα επιθυμητά για το κεφάλαιο αποτελέσματα. Τα καθαρά κέρδη του ομίλου της Κρουπ εκτοξεύτηκαν από ένα παθητικό την ίδια χρονιά που ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία, σε 57 εκ. μάρκα μόλις δύο χρόνια μετά και 111 εκ. μάρκα το 1941. Η αξία του διπλασιάστηκε την περίοδο 1933 – 1942, ενώ μόνο το 1942 – 1943 αυξήθηκε κατά 80%!
Τι έγιναν όλοι αυτοί μετά τον πόλεμο; Από τα 24 διευθυντικά στελέχη της I. G. Farben στους οποίους απαγγέλθηκαν κατηγορίες (για εγκλήματα πολέμου, κατά της ανθρωπότητας και κατά της ειρήνης, για λεηλασία, συμμετοχή στα SS, κλπ.) οι μισοί αθωώθηκαν. Στους υπόλοιπους αποδόθηκαν ποινές κάθειρξης 1-7 χρόνια. Να σημειώσουμε ότι, μεταξύ άλλων, η I. G. Farben υπήρξε η κατασκευάστρια εταιρεία του Zyklon B, του αερίου δηλαδή που χρησιμοποιήθηκε για την εξόντωση χιλιάδων ανθρώπων. Ο Κρουπ και εννέα άλλα μέλη του ΔΣ του ομίλου του επίσης καταδικάστηκαν ως εγκληματίες πολέμου σε φυλάκιση μέχρι και 12 χρόνια. Ο Σαχτ αθωώθηκε παρά τις ενστάσεις της σοβιετικής πλευράς. Κανένα από τα στελέχη των εταιρειών δυτικών συμφερόντων δεν αντιμετώπισε κατηγορίες και δεν τιμωρήθηκε.
Οι προανακριτικές έρευνες και οι εργασίες του δικαστηρίου της Νυρεμβέργης σταμάτησαν απότομα στα μέσα του 1948, όταν η κυβέρνηση των ΗΠΑ αποφάσισε να διακόψει τη χρηματοδότηση του προσωπικού του. Όλες οι εκκρεμείς υποθέσεις εγκαταλείφθηκαν και οι φάκελοι έκλεισαν.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1950 – 1951 ο John McCloy, Ύπατος Αρμοστής των ΗΠΑ στην Αμερικανική Ζώνη κατοχής της Γερμανίας, άρχισε να αμνηστεύει έναν – έναν όλους τους βιομηχάνους – τραπεζίτες που είχαν καταδικαστεί ως εγκληματίες πολέμου, όπως ο Κρουπ, τα στελέχη της I. G. Farben ή ο Φρίντριχ Φλικ (ένας από τους βασικότερους οικονομικούς υποστηρικτές του Χίτλερ και του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, που επίσης αποκόμισε τεράστια κέρδη, χρησιμοποιώντας σκλάβους εργάτες που μίσθωνε από τα SS – υπολογίζεται ότι από τους 48.000 εργάτες που εργάστηκαν στις επιχειρήσεις του Φλικ, σχεδόν το 80% δεν επιβίωσε). Οι περιουσίες που είχαν κατασχεθεί επεστράφησαν, ενώ πολλοί αποκαταστάθηκαν στα διευθυντικά πόστα που είχαν και πριν.
Ο John McCloy δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο. Ως νομικός είχε στο παρελθόν εργαστεί εκπροσωπώντας τα συμφέροντα των Ροκφέλερ και της Τράπεζας Chase Manhattan (εκ των πλέον ένθερμων υποστηρικτών των Ναζί). Διετέλεσε υφυπουργός πολέμου (1941 – 1945), ενώ το 1947 διορίστηκε Πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας. Ως Ύπατος Αρμοστής των ΗΠΑ στη Γερμανία ανέλαβε την αναδιοργάνωση των μυστικών υπηρεσιών του Δυτικού τμήματος της χώρας, θέτοντας επικεφαλής της τον Ρέινχαρντ Γκέλεν, τον Ναζί εγκληματία πολέμου, που ήταν υπεύθυνος της αντισοβιετικής κατασκοπίας και καταζητούνταν από την ΕΣΣΔ για τα τερατώδη εγκλήματα που διαπράχθηκαν υπό την ηγεσία του στο Ανατολικό Μέτωπο. Την ίδια περίοδο, ο Αδόλφος Χοΐσινγκερ, πρώην Αρχηγός του Επιτελείου Στρατού της Βέρμαχτ, διορίστηκε Αρχηγός του Επιτελείου Στρατού της ΟΔ της Γερμανίας, ενώ στη συνέχεια τοποθετήθηκε Πρόεδρος της Μόνιμης Στρατιωτικής Επιτροπής του ΝΑΤΟ!
Πως λοιπόν, γιατί και από ποιον αξιοποιήθηκε ο φασισμός την περίοδο της μεγάλης κρίσης του 1929-1933; Ήταν απλά και μόνο ο φασισμός, ένα κοινωνιολογικό φαινόμενο, προϊόν μιας ξαφνικής και ανεξήγητης μαζικής παράνοιας, συνέπεια της απογοήτευσης και της απόγνωσης που επέφερε η κρίση; Όχι. Ο φασισμός ήταν πρώτα και κύρια μια συνειδητή επιλογή, μια «λύση» στα πολιτικά και οικονομικά αδιέξοδα τα οποία δημιούργησε η κρίση για την άρχουσα τάξη.
Η κρίση, μεταξύ άλλων, αναδεικνύει με τον πιο τραγικό και επώδυνο για τις λαϊκές τάξεις τρόπο, τις «δυσλειτουργίες» και τα αδιέξοδα του υπάρχοντος εκμεταλλευτικού συστήματος, του καπιταλισμού. Στη διάρκεια των κρίσεων –ανάλογα βεβαίως με τη διάρκεια και το βάθος τους- η άρχουσα τάξη, χάνει εν μέρει τη δυνατότητά της να ενσωματώνει με τα υπάρχοντα ιδεολογικοπολιτικά μέσα (με το καλό δηλαδή). Με αποτέλεσμα, να καταφεύγει όλο και περισσότερο στη βία. Ο φασισμός, λοιπόν, έρχεται να παίξει αυτό το ρόλο. Του μπαμπούλα. Βεβαίως, αξιοποιεί το ρατσισμό, την ξενοφοβία, κλπ., δημιουργώντας αποδιοπομπαίους τράγους και συνδράμοντας στον αποπροσανατολισμό του κόσμου, ως προς το καίριο ερώτημα: ποιος φταίει και γιατί. Στην ουσία του, στρέφεται εναντίον του εργαζόμενου λαού.
Η φασιστική οργάνωση της κοινωνίας υπήρξε συνειδητή επιλογή μερίδας του αστικού πολιτικού κόσμου τη δεκαετία του 1930. Βοήθησε την άρχουσα τάξη να καταστείλει τις διαμαρτυρίες, να επιβάλλει την «εργασιακή ειρήνη» και εν τέλει να ξεπεράσει την κρίση της, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη. Κέρδη, που όμως ήταν ποτισμένα με το αίμα εκατομμυρίων ανθρώπων. Οι ένοχοι του φασισμού τότε, όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν –όπως είδαμε- αλλά συνέχισαν και ως άτομα και ως κοινωνική τάξη συνολικά να διατηρούν αλώβητη την οικονομική και πολιτική τους εξουσία τις δεκαετίες που μεσολάβησαν έως τα σήμερα. Γι’ αυτό και να μην έχουμε καμιά αμφιβολία, ότι αν ξαναβρεθούν σε παρόμοια αδιέξοδα, δεν θα ξανακαταφύγουν σε παρόμοιες λύσεις. Το αν θα τα καταφέρουν ή όχι, εξαρτάται από όλους μας. Γιατί, όπως λέει και ο ποιητής, «το φασισμό βαθειά κατάλαβέ τον, δεν θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον.»
[1] Πρακτικά Δικών της Νυρεμβέργης (από δω και πέρα ΠΔΝ), Τόμος 1, Κεφάλαιο VIII
[2] Από ομιλία του G. Krupp, 26 Ιανουαρίου 1934, Ντοκουμέντο D-392, ΠΔΝ
[3] Βλέπε Gilbert M (1992) «Churchill: A Life» (London: Minerva) και Picknett L et al (2002) «War of the Windsors: A Century of Unconstitutional Monarcy» (Edinburgh: Mainstream Publishing) σελ.78.
[4] Για τα οικονομικά στοιχεία βλέπε Hayward D (2002) «U.S.-German Trade Policies and Economic Preparation for War, 1933-40» και Nicosia F & Huener J (2004) «Business and Industry in Nazi Germany» (New York: Berghahn Books).
[5] Δάφνης Γ (1955) «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», Τόμος Β (Αθήνα: Ίκαρος) σελ.182-184
[6] Αναδημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή», 14 Σεπτεμβρίου 1997
[7] Παρατίθεται στο Ανδρικόπουλος Γ (1977) «Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού» (Αθήνα: Διογένης) σελ.150
[8] Όπως παρατίθεται στο Λιναρδάτος Σ (1966) «4η Αυγούστου» (Αθήνα: Θεμέλιο) σελ.112
[9] Confidential: Greece, Annual Economic Report (A) for 1936, FO371/21143, Public Record Office