Ανησυχητικές εξελίξεις στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση
Ανησυχητικές εξελίξεις στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση
Η κυβέρνηση κατέθεσε νομοσχέδιο (για τις δομές υποστήριξης της Εκπαίδευσης) που ακουμπάει σε κάθε έκφανση της παιδαγωγικής εκπαιδευτικής διαδικασίας, προωθεί όλες τις αστικές επιδιώξεις, όπως ρητά διατυπώθηκαν στο 3ο μνημόνιο, και αφορούν στην περικοπή των δαπανών, στην εξοικονόμηση του προσωπικού, στην «αξιολόγηση», στην αυτονομία σχολικών μονάδων και στην ενίσχυση της επιχειρηματικότητας σε όλο το φάσμα της Εκπαίδευσης.
Αν και εξίσου σοβαρά θέματα το καθένα από αυτά, θέλουμε να εστιάσουμε στις αρνητικές εξελίξεις που επιφέρει το νομοσχέδιο στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση. Διαβάζοντας την αιτιολογική έκθεση, από τη γενική περιγραφή των αλλαγών στον τομέα της Ειδικής Αγωγής, καταλαβαίνουμε ότι δεν προοιωνίζεται κάτι καλό για το μέλλον των παιδιών που χρήζουν ειδικής παιδαγωγικής στήριξης: «Η δεύτερη μεγάλη τομή του παρόντος νομοσχεδίου είναι η ίδρυση των ΚΕΣΥ (Κέντρα Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης) τα οποία διαδέχονται τα υφιστάμενα Κέντρα Διαφοροδιάγνωσης, Διάγνωσης και Υποστήριξης Ειδικών Εκπαιδευτικών Αναγκών (ΚΕΔΔΥ) αλλά με πολύ ευρύτερο ρόλο και αποστολή που δεν περιορίζεται στο πεδίο της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης αλλά επεκτείνεται και σε θέματα συμβουλευτικής και επαγγελματικού προσανατολισμού, καθώς και υποστήριξη της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης και προόδου του συνόλου του μαθητικού πληθυσμού»!
Αυτό σημαίνει ότι συνενώνονται διαφορετικοί μεταξύ τους εκπαιδευτικοί και παιδαγωγικοί τομείς σε μια υπηρεσία, εξυπηρετώντας προφανώς όχι τις εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών αλλά την εξοικονόμηση πόρων και προσωπικού. Φυσικά, σε βάρος της Ειδικής Αγωγής, που συνιστά σύνθετη παιδαγωγική παρέμβαση, χρήζει διεπιστημονικής και ταυτόχρονα εξατομικευμένης στήριξης των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και ως εκ τούτου απαιτεί πολλαπλάσια δαπάνη, προτεραιότητα και αναβαθμισμένες παροχές.
Για τα ΚΕΔΔΥ, το ρόλο και τα προβλήματά τους
Τα ΚΕΔΔΥ ιδρύθηκαν με τον ν. 2817/2000 ως Κέντρα Διάγνωσης Αξιολόγησης και Υποστήριξης (ΚΔΑΥ) και μετονομάστηκαν σε ΚΕΔΔΥ το 2008. Η 5μελής επιστημονική ομάδα, που αποτελείται από τον ειδικό παιδαγωγό, Πρωτοβάθμιας ή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, τον παιδοψυχίατρο ή παιδίατρο με ειδίκευση στην παιδονευρολογία, τον κοινωνικό λειτουργό, τον ψυχολόγο και τον λογοθεραπευτή – στην ομάδα θα μπορούσε να συμμετέχει εργοθεραπευτής ή μέλος του εξειδικευμένου Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού – πραγματοποιεί γνωματεύσεις.
Ως διακριτή υποστηρικτική δομή της Ειδικής Εκπαίδευσης που ισχύει μέχρι σήμερα, έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα να ανιχνεύει το βαθμό δυσκολίας του παιδιού, να καταρτίζει προσαρμοσμένα, εξατομικευμένα ή ομαδικά προγράμματα ψυχοπαιδαγωγικής και διδακτικής στήριξης και να εισηγείται το κατάλληλο σχολικό πλαίσιο, με το κατάλληλο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης (ΕΑΕ) καθώς και την πορεία των μαθητών σε συνεργασία με τους σχολικούς συμβούλους της ΕΑΕ.
Θέτουμε, λοιπόν, το εύλογο ερώτημα: Ανταποκρίθηκε η δομή αυτή στο σύνθετο και απαιτητικό έργο της; Σίγουρα η λειτουργία της είναι ελλειμματική και συμβαδίζει με τη γενική εικόνα της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης. Ο αριθμός των ΚΕΔΔΥ είναι πολύ μικρός σε σχέση με τις ανάγκες που υπάρχουν, είναι υποστελεχωμένα, με τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων να είναι αναπληρωτές και τις λίστες των εν αναμονή μαθητών για γνωμάτευση να είναι τεράστιες. Χαρακτηριστικά να πούμε ότι στα μεγάλα αστικά κέντρα η αναμονή μπορεί να ξεπερνά ακόμα και τα τρία χρόνια, και αξιολογούνται, κατά προτεραιότητα, οι μαθητές που πρόκειται να μεταβούν από βαθμίδα σε βαθμίδα.
Ταυτόχρονα, με το ρόλο και την αποστολή τους, τα ΚΕΔΔΥ είναι ενταγμένα και δεν αποκλίνουν από το πλαίσιο της γενικότερης κυβερνητικής και ευρωενωσιακής πολιτικής, που διαχρονικά έχει στην προμετωπίδα της την ένταξη όλων των παιδιών στη Γενική Εκπαίδευση. Τίτλος εύηχος που χρησιμοποιείται, προσχηματικά, για να δικαιολογηθούν η διαχρονική υποβάθμιση των διακριτών δομών της Ειδικής Αγωγής, τα μειωμένα κονδύλια, αποκλειστικά από το ΕΣΠΑ, με παντελή έλλειψη χρηματοδότησης από τον κρατικό προϋπολογισμό, η αδιοριστία χιλιάδων επιστημόνων κ.ά. Φυσικά, τόσο τα κενά στην Ειδική Αγωγή όσο και οι πολιτικές επιλογές και κατ” επέκταση η επιστημονική κατεύθυνση των δομών βαραίνουν αποκλειστικά τις πολιτικές επιλογές, διαχρονικά, των κυβερνήσεων.
Πέρα, όμως, από την όποια επιστημονική συζήτηση, ή διχογνωμία για το περιεχόμενο, όχι τόσο των διαγνώσεων όσο για το ποιο σχολικό πλαίσιο είναι κατάλληλο για το παιδί με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, το ΚΕΔΔΥ, από συγκρότησής του, διασφάλιζε, στο μέτρο του δυνατού, αυτό που αποτελεί επιστημονικό προαπαιτούμενο για τη χάραξη εκπαιδευτικής πολιτικής στον τομέα της Ειδικής Αγωγής και παρέμβασης: Τη γνωμάτευση. Και αυτός ο ρόλος αποτελεί τη βάση για την παραπέρα αναβάθμιση, επέκτασή τους και όχι την κατάργησή τους.
Γιατί, για να χαραχτεί η ανάλογη εκπαιδευτική πολιτική στον τομέα της Ειδικής Αγωγής, να διορισθεί το ανάλογο ειδικό εκπαιδευτικό προσωπικό, ειδικό βοηθητικό, ειδικό επιστημονικό, το πρώτο θεμελιακό επιστημονικό βήμα είναι η αξιολόγηση, η διάγνωση και καταγραφή των παιδιών που χρήζουν ειδικής στήριξης. Παραπέρα, για να ιδρυθούν νέες ειδικές δομές χρειάζεται, πρώτα απ” όλα, να εντοπιστούν και να καταγραφούν οι ανάγκες.
Αλλαγές εις βάρος των παιδιών με Ειδικές Ανάγκες
Το νομοσχέδιο έρχεται να αλλάξει ριζικά το τοπίο αυτό εις βάρος των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Έτσι, καταργούνται τα ΚΕΔΔΥ και αφομοιώνονται στα ΚΕΣΥ μαζί με άλλες υπηρεσίες που δεν σχετίζονται με την Ειδική Αγωγή. Ο αριθμός των ειδικών επιστημόνων, ειδικών παιδαγωγών που προβλέπονται είναι πάρα πολύ μικρός ακόμα και για τη σύνταξη αξιολογικής έκθεσης. Δε συζητάμε για την ουσιαστική στήριξη των μαθητών. Εάν συνυπολογίσει κανείς όλες τις επιπλέον αρμοδιότητες που τους ανατίθενται, κατανοεί το μέγεθος της υποβάθμισης της Ειδικής Αγωγής.
Επιπλέον, από τις θέσεις που συστήνονται, καταργείται, με πρόσχημα την ιατρικοποίηση της παιδαγωγικής διαδικασίας, η ειδικότητα του παιδονευρολόγου! Όμως, καταλαβαίνουμε ότι η όποια ειδική παιδαγωγική παρέμβαση για να είναι αποτελεσματική πρέπει να πατάει και να παίρνει υπόψη την αιτιολογία της δυσκολίας, της απόκλισης κ.τ.λ. και αυτό το δίνει η ιατρική επιστήμη και δεν είναι αναχρονισμός αλλά διεπιστημονική ματιά για να προσεγγίσεις ολόπλευρα και όσο γίνεται πιο αντικειμενικά, σφαιρικά, την ειδική δυσκολία. Καταργώντας την ειδικότητα του παιδονευρολόγου, καταργείς το στέρεο έδαφος να ευδοκιμήσει η ειδική παιδαγωγική και αναγκάζεις τους γονείς να ξαναβάλουν το χέρι βαθιά στην τσέπη για να απευθυνθούν στα ιδιωτικά κέντρα γνωμάτευσης και να χρυσοπληρώσουν, ιδιωτικά πια, την υπηρεσία τους.
Επιπλέον, μέσα από το νομοσχέδιο τίθενται ένα σωρό καινούργια προαπαιτούμενα για να φτάσει ένας γονέας με το παιδί του στο ΚΕΣΥ για να πάρει τελικά την αξιολογική – περιγραφική έκθεση. Έτσι, για να κάνει αίτηση ο γονέας θα πρέπει να αποφανθεί με τεκμηριωμένη εισήγηση ο Σύλλογος Διδασκόντων αφού πρώτα αποδείξει ότι πήρε όλα τα αναγκαία μέτρα, έχει υλοποιήσει βραχύχρονα προγράμματα, έχει «πειραματιστεί» με το παιδί και δεν είχε κάποιο αποτέλεσμα.
Τι σημαίνουν τα παραπάνω; Το επιστημονικό προαπαιτούμενο, η απαρχή της ειδικής παιδαγωγικής παρέμβασης, η αξιολογική έκθεση – αξιολόγηση, που δεν είναι καν γνωμάτευση, μετατίθεται για το απώτερο μέλλον, με τον πολύτιμο χρόνο να τρέχει σε βάρος του παιδιού. Μάλιστα, ο υπεύθυνος δάσκαλος επικοινωνίας με το ΚΕΣΥ μπορεί να είναι της Ειδικής Αγωγής, αλλά εάν δεν υπάρχει, θα αναλαμβάνει δάσκαλος της γενικής!
Μέσα, λοιπόν, στα γενικά σχολεία, που τα τμήματα μπορεί να είναι 25άρια, χάνονται διδακτικές ώρες γιατί δεν καλύπτονται τα κενά με διορισμούς εκπαιδευτικών, υπάρχουν τεράστια κενά στην Ειδική Αγωγή, θα υλοποιούνται βραχύχρονα προγράμματα Ειδικής Εκπαίδευσης από όποιον εκπαιδευτικό περισσεύει!
Η κυβέρνηση αποτυπώνει συμπυκνωμένα το πνεύμα της πολιτικής της αντίληψης στην παρακάτω φράση: «Πρόκειται για μια προσπάθεια ολιστικής αντιμετώπισης των ψυχοκοινωνικών αναγκών όλων των μαθητών, χωρίς καμία διάκριση και, ιδίως, χωρίς διάκριση με βάση την ύπαρξη ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών ή αναπηρίας…». Δηλαδή, «ολιστική» στη θεωρία και σούπα στην πράξη.
Να δυναμώσει ο αγώνας ενάντια στην παραπέρα υποβάθμιση της Ειδικής Αγωγής
Αντιτείνουμε και σθεναρά φωνάζουμε ότι αναγνωρίζουμε και παλεύουμε για το δικαίωμα στη διάκριση του παιδιού που έχει ειδικές παιδαγωγικές ανάγκες. Αποτελεί μέτρο προόδου της κοινωνίας ο βαθμός της αναβαθμισμένης, διακριτής, επιστημονικά σύγχρονης, στήριξης αυτών των παιδιών.
Γιατί επιστημονικά σύγχρονο είναι να υπάρχει καθολική, δημόσια και δωρεάν πρώιμη διάγνωση και παρέμβαση από τη στιγμή της σύλληψης, της γέννησης του παιδιού. Παραπέρα είναι πραγματικά αναγκαίο να καταρτίζεται από τα πρώτα βήματα, της προσχολικής ηλικίας, και καθ” όλη τη διάρκεια των σχολικών χρόνων Ενιαίο Επιστημονικό Πρόγραμμα, που θα θέτει τους γενικούς σκοπούς και στόχους και ταυτόχρονα μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα γίνεται η αναγκαία εξειδίκευση ανά περίπτωση παιδιού. Βήμα βήμα θα παρακολουθείται αυτή η εξέλιξη και ανάπτυξή του, θα υποστηρίζεται με κάθε μέσο, έμψυχο ή άψυχο, θα πλαισιώνεται από κάθε επιστημονική ειδικότητα, κάθε καταρτισμένο επιστήμονα, και θα έχει στη διάθεσή του κάθε μέσο (τεχνολογικό, λογισμικό κ.ά.). Όλη η εκπαιδευτική διαδικασία θα υπηρετεί, όπως άλλωστε ισχύει και για τα παιδιά της τυπικής ανάπτυξης, το μέλλον του παιδιού, που δεν είναι άλλο από την ουσιαστική προετοιμασία και ένταξή του στην κοινωνία.
Σήμερα, χρειάζεται να δυναμώσει ο αγώνας για να μην περάσει το νομοσχέδιο που οδηγεί στην παραπέρα υποβάθμιση της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης. Σε κοινό μέτωπο, γονείς, εκπαιδευτικοί, επιστήμονες που προβληματίζονται, συνολικότερα, για το ρόλο τους και την προσφορά τους να διεκδικήσουν το πραγματικά σύγχρονο και επιστημονικά αναγκαίο γι” αυτά τα παιδιά. Το σύγχρονο δεν προσδιορίζεται μόνο από το ίδιο το παιδί και τις ειδικές ανάγκες του αλλά προκύπτει από την ίδια τη δυνατότητα που γεννά η πρόοδος της επιστήμης. Επομένως, καθετί που έχει παραχθεί, πνευματικό ή υλικό, να διατεθεί στην υπηρεσία του παιδιού. Εδώ και τώρα να διεκδικήσουμε δημόσια και δωρεάν πρώιμη διάγνωση και παρέμβαση καθ” όλη τη σχολική διαδρομή, ίδρυση και επέκταση σύγχρονων δομών Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, με την πρόσληψη όλου του αναγκαίου επιστημονικού, παιδαγωγικού και βοηθητικού προσωπικού.
Της
Αγγελικής ΓΚΟΥΣΚΟΥ