Σχολικός εκφοβισμός, μύθοι και πραγματικότητα. Ομιλία Κυριάκου Ιωαννίδη
Πολλά τα ερωτηματικά. Από την πλευρά μου επιτρέψτε μου να θέσουμε ορισμένα ερωτήματα για το θέμα της σημερινής μας εκδήλωσης, τα οποία θα προσπαθήσω να απαντήσω.
1. Πώς ορίζεται ο «σχολικός εκφοβισμός»;
2. Αποτελεί αποκλειστικά ψυχικό φαινόμενο ή είναι συνδυασμός πολλών κοινωνικών παραγόντων; Πρόκειται για ψυχικό φαινόμενο, για πρόβλημα ατομικής συμπεριφοράς που αναλόγως πρέπει να αντιμετωπιστεί από τον ειδικό ψυχίατρο ή ψυχολόγο, να βρεθούν ίσως κάποιοι καλύτεροι τρόποι απάντησης ακόμα και καταστολής;
3. Ποιοι είναι σε γενικές γραμμές οι ψυχικοί μηχανισμοί που ενεργοποιούν μια επιθετική συμπεριφορά;
4. Τι ρόλο έχει το σχολείο και μάλιστα το σχολείο της κρίσης στην εκδήλωση τέτοιων φαινομένων;
5. Και τέλος, ποια μπορεί να είναι η απάντηση;
Ας αρχίσουμε όμως κάπου.
Στο φαινόμενο του «σχολικού εκφοβισμού» δόθηκε το διεθνές όνομα bullying το 1994. Συνειδητά χρησιμοποιούμε τη φράση «δόθηκε το όνομα» με την έννοια ότι θέτουμε έναν προβληματισμό αν η σχολική ζωή και πριν το 1994 δεν περιείχε και τέτοια φαινόμενα. Όπως και να είναι πάντως, το bullying μπήκε στη ζωή μας. Με έναν ορισμό μάλλον προβληματικό που το πρόβλημα του είναι ότι όχι μόνο δεν ξεχωρίζει τα είδη βίας που ασκούνται αλλά δεν μπορεί και ιστορικά να απαντήσει στο ερώτημα πώς προέκυψε (αν προέκυψε) η μετάλλαξη του πειράγματος, ο πετροπόλεμος σε «ενδοσχολική βία».
Φυσικά κάποιος θα αντιτείνει ότι τα περιστατικά βίας, σύμφωνα με τον ορισμό που δίνεται, τριπλασιάζονται στο σχολείο σε σχέση με άλλους χώρους. Πράγματι, είναι αλήθεια ότι πολλοί οργανισμοί προβληματίζονται αρκετά και αυτό φαίνεται και μέσα από μελέτες τους και εκθέσεις τους για το κλίμα μέσα στο σχολείο, ειδικά μέσα στην τάξη. Για παράδειγμα έκθεση του ΟΟΣΑ αναφέρει ότι κατά μέσο όρο, το 13% του διδακτικού χρόνου μέσα στην σχολική αίθουσα αφιερώνεται από τους εκπαιδευτικούς για να κρατηθεί η απαραίτητη τάξη και πειθαρχία. Προφανώς τα παραπάνω αποτελούν ενδείξεις ενός προβλήματος που έχει βαθύτερα αίτια.
Ας επιστρέψουμε στον προσδιορισμό του τι σημαίνει bullying. Όπως πολύ σωστά επισημαίνεται, το πρόβλημα με έναν τέτοιο ορισμό είναι ότι δυσχεραίνεται η προσπάθεια να εντοπιστούν τα κοινωνικά αίτια και από την επιπλέον αδυναμία να τεθούν ασφαλείς διαχωριστικές γραμμές μεταξύ της «φυσιολογικής» βίας που εκδηλώνεται στις σχέσεις μεταξύ των παιδιών και των εφήβων και εκείνης, για την οποία θα πρέπει κανείς να ανησυχεί. Σημειώνουμε μάλιστα ότι μια μελέτη σε 14 χώρες έδειξε, μεταξύ άλλων, ότι στις μικρές ηλικίες ο εκφοβισμός δε διακρίνεται εύκολα από τις λοιπές επιθετικές και ανεπιθύμητες συμπεριφορές, γεγονός που μεταβάλλεται μόνον στα μεγαλύτερα παιδιά. Μόνον αυτά καταφέρνουν να διαχωρίζουν τον εκφοβισμό από τον καυγά και, μάλιστα, να διακρίνουν επιμέρους μορφές του, όπως το σωματικό εκφοβισμό, το λεκτικό, τον έμμεσο εκφοβισμό και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Υπάρχει λοιπόν το πρόβλημα του ορισμού και της γενικότητάς του, που είναι τόση ώστε αντικειμενικά να τίθεται ζήτημα οριοθέτησης για να γίνει και ως πράξη ποινικά κολάσιμη.
Με αυτές τις δυσκολίες δεδομένες ο ίδιος ο σημερινός υπουργός Δημόσιας Τάξης προφανώς για να προφυλαχτεί, όταν άρχισαν να τρέχουν τον τελευταίο καιρό οι προτάσεις της ποινικοποίησης και οι διατυπώσεις καινούργιων νόμων είπε σε συνεντεύξεις του «Το bullying έχει μια δική του λογική. Οχι με τις προσωπικές σχέσεις δύο παιδιών που παίζουν, αλλά πρώτα πρέπει να το ορίσουμε. Τι εννοούμε με αυτό. Γι” αυτό έχω επιφυλάξεις για την νομοθετική ρύθμιση, γιατί μιλάμε για παιδιά 11-16 ετών. Θα βάλεις φυλακή τον μαθητή; Ο ίδιος επίσης αρθρογραφώντας πρόσφατα έγραψε: «Πρέπει όμως προηγουμένως να ξεχωρίσουμε μύθους και πραγματικότητες στο πεδίο της σχολικής βίας δηλαδή να την ορίσουμε επακριβώς»,
Αλλο πρόβλημα στο να οριστεί με σαφήνεια ο σχολικός εκφοβισμός είναι τα όρια μεταξύ του αθώου παιχνιδιού που περιέχει και το πείραγμα, ή ακόμα και κάποια σωματική επαφή.
Η απάντηση των εγχειριδίων είναι ότι αυτά τα όρια βρίσκονται στη ΔΙΑΡΚΕΙΑ και την ΕΝΤΑΣΗ. Ο καθένας αντιλαμβάνεται πως είναι ιδιαίτερα δύσκολο να υπάρχει «πειραγμόμετρο» που να μετρήσει με σιγουριά κατά περίπτωση την «διάρκεια» και την «ένταση». Υπάρχουν για παράδειγμα περιπτώσεις που τα παιδιά οι νέοι άνθρωποι λειτουργούν στα παιχνίδια τους, ή τα πειράγματά τους σε εντελώς διαφορετική πολιτισμική σφαίρα απ” ότι οι ενήλικοι. Αυτό μπορεί να σημαίνει διαφορετικό λόγο, αλλιώτικη επικοινωνία, «άλλο μήκος κύματος» και σ” αυτή τη περίπτωση η χωρίς περίσκεψη παρέμβαση από τον «άλλο κόσμο» των ενηλίκων μπορεί σε διαβάθμιση να είναι από περιττή έως και βλαβερή.
Υπάρχει όμως και το δεύτερο ερώτημα, δηλαδή: είναι τελικά αποκλειστικά ψυχικό φαινόμενο ή ακόμα απόρροια σχέσεων μεταξύ ομάδων που δεν σέβονται η μια τη διαφορετικότητα της άλλης;
Σύμφωνα με τον καθηγητή Θανάση Αλεξίου «Η κυρίαρχη αντίληψη για τον «ενδοσχολικό εκφοβισμό» περιορίζεται στις συμπεριφορές και τις στάσεις των ατόμων και της οικογένειας ενοχοποιώντας ουσιαστικά την λαϊκή οικογένεια, γιατί αυτή είναι που, όπως διαφαίνεται στις περισσότερες προσεγγίσεις, αδυνατεί να διαχειριστεί το πρόβλημα («επιθετικότητα», «ματαίωση στόχων», «ανασφάλεια», «αποστέρηση», «αυτοέλεγχο», «σεξουαλική ταυτότητα» κ.ο.κ.) και να εξοπλίσει τα μέλη της με τις ενδεδειγμένες ψυχοκοινωνικές δεξιότητες».
Όλα λοιπόν είναι ζήτημα θεραπείας και επιμορφώσεων!!! Ομιλίες ειδικών, πρακτικές αντιμετώπισης, επιμορφώσεις, ψυχολόγοι, ψυχίατροι, θα κάνουν καλά τον άρρωστο, τον ανεπίδεκτο κοινωνικής μαθήσεως, δηλαδή αυτόν που εξωτερικεύει καταστροφικά τη βία που δέχεται από την καπιταλιστική κοινωνία.
Αν δεχτούμε αυτή την αντίληψη τότε τα πάντα έχουν να κάνουν με την ευαισθητοποίηση και την επιμόρφωση. Μάλιστα ο κ.Κουράκης ήδη έκανε λόγο για επιμόρφωση μέσω ΕΣΠΑ 16.500 εκπαιδευτικών ενώ ταυτόχρονα μίλησε για την ανάγκη οι δομές αγωγής υγείας να συμβάλουν στην αντιμετώπιση του ζητήματος.
Φυσικά, κάποιος θα πει «δεν χρειάζονται όλα αυτά; Δεν χρειάζεται να ενημερωθεί η λαϊκή οικογένεια, να μάθει πώς να αντιμετωπίζει το φαινόμενο αυτό;».
Φυσικά, πρακτικές αντιμετώπισης τέτοιων φαινομένων είναι απαραίτητες, όπως επίσης είναι αναγκαία και η παρουσία εξειδικευμένων επιστημόνων, πχ. Ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών στα σχολεία.
Όμως αγαπητοί φίλοι απαιτείται προσοχή! Η παρουσία τέτοιων επιστημόνων δεν είναι αναγκαία για να βρεθεί ο δήθεν άρρωστος μαθητής, ούτε για να μάθουν στους εφήβους να «είναι φίλοι» ή να σκέφτονται και να μιλούν σαν μικροί ψυχολόγοι. Γιατί κακά τα ψέματα, εδώ δεν έχουμε μόνο να αντιμετωπίσουμε την ψυχιατρικοποίηση του φαινομένου, αλλά και μια προσπάθεια ο αυθορμητισμός των νέων να μπει στα καλούπια του «πολιτικά ορθού», που σε μια προοπτική δεν θα είναι κάποιος πειραχτήρι αλλά bully-νταής, θύτης…
Φυσικά κάποιος καλοπροαίρετα μπορεί να θέσει το ερώτημα: αφού βρίσκεται στην κοινωνία η βασική αιτία του προβλήματος, τότε γιατί όλοι οι άνθρωποι δεν εκφράζονται με επιθετικότητα, γιατί όλοι οι νέοι δεν κάνουν μπούλινγκ;
Ας δούμε ορισμένα ζητήματα. Μέχρι τώρα συμφωνούμε ότι στη διαδικασία του σχολικού εκφοβισμού υπάρχει ένας θύτης και ένα θύμα, είτε άτομα είτε ομάδες. Τι σημαίνει αυτό; Ότι για κάποια άτομα έχει νόημα να είναι θύτες. Αυτό από μόνο του δεν φτάνει. Η επιθετική συμπεριφορά δεν έχει πάντα την ίδια σημασία, το ίδιο «προσωπικό νόημα» για εκείνον που την εκδηλώνει. Εχει ιδιαίτερη σημασία η «θέση» που καταλαμβάνει η επιθετική συμπεριφορά στην πράξη κάθε ανθρώπου. Πρόκειται για μια υπερβολική αμυντική αντίδραση; Για το αποτέλεσμα μιας έντονης συναισθηματικής φόρτισης; Ή μήπως αποτελεί έναν αυτοτελή σκοπό και αποκτά ένα αυτοτελές νόημα για την προσωπικότητα; Πρέπει να θέτουμε την παραπάνω ερώτηση, γιατί είναι σημαντικό κάθε φορά να διαχωρίζουμε με τι είδους επιθετική συμπεριφορά έχουμε να κάνουμε.
Κι εδώ είναι φανερό πως στην περίπτωση του σχολικού εκφοβισμού δεν έχουμε να κάνουν με μια εκδήλωση πρόσκαιρης συναισθηματικής φόρτισης, αλλά για μια επιθετική συμπεριφορά με ποιο βαθύ και μόνιμο χαρακτήρα. Κι εδώ, όμως και πάλι, μπορεί να έχει αυτή η συμπεριφορά διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά κι αιτίες, από περίπτωση σε περίπτωση.
Βλέπουμε δηλαδή πως μέσα στη διαδικασία ανάπτυξης της προσωπικότητας, μέσω της δραστηριότητας και μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία, διαμορφώνονται τόσο οι ανάγκες, όσο και τα κίνητρα, οι στόχοι της προσωπικότητας που κινητοποιούν τον άνθρωπο προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση και δημιουργούν τον «προσανατολισμό της προσωπικότητας».
Αν η προσωπικότητας διαμορφώνεται με τέτοιο τρόπο που αποκτά έναν καθαρά εγωιστικό προσανατολισμό, τότε είναι πολύ πιθανή η εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς με στόχο την ικανοποίηση των «αναγκών» εκείνου που επιτίθεται, όπως, βέβαια, αυτός τις συνειδητοποιεί. Π.χ. της ανάγκης του για κυριαρχία μέσα σε ένα σύνολο ανθρώπων, σε μια ομάδα ανθρώπων, ή της ανάγκης του για αναγνώριση από το κοινωνικό σύνολο ή αρχικά της αναγνώρισης από ένα σύνολο ανθρώπων.
Για παράδειγμα, γνωρίζουμε πως βασική ανάγκη του παιδιού και γενικότερα του ανθρώπου είναι αυτή της αναγνώρισης. Μια σειρά μελετών έδειξαν πως η αποστέρηση της ανάγκης των παιδιών για αναγνώριση συνδέεται με την ανάπτυξη της επιθετικής συμπεριφοράς. Η αδυναμία υλοποίησης αυτής της ανάγκης οδηγεί τα παιδιά και στην επιθετικότητα. Το ίδιο κι η ματαίωση της ανάγκης για επικοινωνία με τους ενήλικες μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση της επιθετικότητας.
Εκτιμάται, επίσης, ότι η επιθετική συμπεριφορά του παιδιού μπορεί να σχετίζεται με την απομόνωση του παιδιού από τους συνομήλικούς του. Μια αρνητική αντιμετώπιση του παιδιού από τον εκπαιδευτικό δημιουργεί και επιτείνει την απομόνωση του παιδιού από τους συνομηλίκους του.
Άρα η αναζήτηση των δρόμων της ψυχής είναι σημαντική, όπως και η ενημέρωση είναι σημαντική και αναγκαία. Πρέπει να ενταχθεί όμως σε μια ευρύτερη συζήτηση για το ποιος γεννάει το πρόβλημα και όχι για να συσκοτιστεί το πρόβλημα.
Γιατί η απάντηση δεν είναι δεν είναι γενικά κι αόριστα «να αφιερώνουμε πολύ χρόνο στα παιδιά μας», «να μιλάμε με τα παιδιά μας», «να γίνουμε φίλοι με τα παιδιά», «εμείς τα συζητάμε όλα με τα παιδιά μας», «εμείς συζητάμε με το δάσκαλο», «πρέπει να υποστηρίζουμε τα όνειρα των παιδιών» κ.ο.κ.
Πρώτα απ’ όλα, το σχολείο και η οικογένεια είναι κοινωνική σχέση. Και οι δυο κοινωνικοί θεσμοί κοινωνικοποιούν στο έδαφος μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, με τους νόμους της, τις αξίες της, κ.α.
Και για να πάμε λοιπόν στο σχολείο, όχι γενικά και αόριστα αλλά το σχολείο της κρίσης στην Ελλάδα.
Είναι ή δεν είναι απόρροια των ταξικών φραγμών στη μόρφωση η χαμηλή αυτοεκτίμηση που όπως λένε σχετίζεται με το bullying; Ή ας το θέσουμε και πιο συγκεκριμένα: όλα αυτά τα παιδιά που η κοινωνία τα σπρώχνει στην πρώιμη κατάρτιση και τη μαθητεία από τα 15 τους χρόνια, έχουν αποδεχτεί ότι δεν παίρνουν τα γράμματα, έχουν ή δεν έχουν εσωτερικεύσει τέτοιο μίσος για την κοινωνία που τους στερεί όνειρα και δικαιώματα που τελικά μπορεί να προχωρήσουν –υπό προϋποθέσεις- σε αυτό που ονομάζουν σχολικό εκφοβισμό;
Και ας δούμε μια υπενθύμιση από το ιστορικό παρελθόν. Αυτή η προσπάθεια από την πλευρά των κυρίαρχων να ψυχιατρικοποιήσει τα κοινωνικά φαινόμενα, δεν είναι μόνο μια προσπάθεια να αποφύγει τον εντοπισμό των κοινωνικών αιτιών που τα γεννούν. Είναι επίσης και μια απόπειρα να σωφρονήσει, να καταστείλει τη νεολαία, να κόψει κάθε προσπάθεια ο σπόρος αυτής της απόγνωσης να γίνει δύναμη στην πάλη για τις σύγχρονες νεανικές ανάγκες.
Δεν είναι τυχαίο ότι στο παρελθόν η προσπάθεια ανάδειξης φαινομένων νεανικής παραβατικότητας συνδέθηκε και μια σχετική άνοδο των αντιστάσεων της νεολαίας η οποία μάλιστα, κατάφερε σχετικά να αντιμετωπίσει μέσα από τις αξίες της αλληλεγγύης και φαινόμενα που σήμερα συγκαταλέγονται στην έννοια του ενδοσχολικού εκφοβισμού.
Και είναι να αναρωτιέται κανείς με την έκπληξη που δοκιμάζουν ορισμένοι, πέφτουν από τα σύννεφα θα λέγαμε, πώς γίνεται το σχολείο που διαπαιδαγωγεί στις αρχές της ισότητας, του σεβασμού στη διαφορετικότητα του άλλου, να γεννά τέτοια φαινόμενα. Και μάλιστα λένε ότι το πρόβλημα δεν είναι ακριβώς το σχολείο και το περιεχόμενό του, αυτό ας το αφήσουμε άθικτο, το ζήτημα είναι η οικογένεια.
Όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα. Το σχολείο από τη μια ηθικολογεί και από την άλλη μετατρέπεται σε χώρο που μπαίνουν και βγαίνουν επιχειρήσεις, πολύ πρόσφατο άλλωστε το παράδειγμα εισόδου των ΠΑΕ σε σχολικούς χώρους που εντέλει δημιουργεί στρατούς και οπαδού. Το σχολείο αυτό είναι που χωρίζει σε μια προοπτική τα παιδιά, μαθαίνοντας τους όμως όπως λέει να διαχειρίζονται τις αδυναμίες τους χωρίς άγχος, δηλαδή να μεταθέτουν τις κοινωνικές αιτίες για τη θέση τους στο σχολείο στον ίδιο τους τον εαυτό.
Και ποιος θα μιλήσει για τον Σχολικό επαγγελματικό προσανατολισμό για τα παιδιά της τρίτης γυμνασίου, που μέσα από το πρόσχημα των διαφορετικών ικανοτήτων και δεξιοτήτων, επιδιώκει να πείσει τους μαθητές για την «εκ φύσεως» ατομική διαφορετική επαγγελματική και εκπαιδευτική προοπτική τους; Που με τις ασκήσεις αυτογνωσίας και το κάλεσμα στους μαθητές «ν’ αγαπήσουν τον εαυτό τους», αυτό που ουσιαστικά επιδιώκεται είναι οι μαθητές ν’ αποδεχτούν ενεργητικά την πρόωρη ταξική επιλογή, να εσωτερικεύσουν τις ταξικές ανισότητες σαν προσωπικές διαφορές και να διαχειριστούν το άτομό τους, “έξυπνα” και “ευέλικτα”, προκειμένου να επιβιώσουν σ’ έναν κόσμο ανταγωνιστικό!
Αν λοιπόν θέλει κάποιος να μιλήσει για βία πρέπει να κοιτάξει και πέρα, και μάλιστα κυρίως πέρα, από τους τέσσερις τοίχους της οικογένειας. Γιατί βία είναι μέσα στο σχολείο το ένα παιδί να έχει πρόσβαση σε εξωσχολική στήριξη και το άλλο όχι. Βία είναι το ένα παιδί να οργανώνει τον χρόνο για να δώσει πανελλαδικές εξετάσεις για να περάσει σε κάποιο πανεπιστήμιο και το άλλο να έχει συμβιβαστεί με τους ταξικούς τοίχους που ορθώνονται μπροστά του. Βία είναι να μην μπορείς να πας διακοπές και ο συμμαθητής σου να λέει πόσο ωραία πέρασε το καλοκαίρι. Βία είναι να ακούς τα μπράβο του δασκάλου και του καθηγητή και εσύ συνεχώς να είσαι το ξύλο το απελέκητο που πρέπει να τελειώνει το σχολείο νωρίς-νωρίς για να μάθει καμιά τέχνη.
Όπως σωστά επισημαίνει ο καθηγητής Χρήστος Τουρτούρας:
«Τα παιδιά της εργατικής τάξης, αντιδρώντας στην κυρίαρχη λογική, επιχειρούν την υπέρβαση του συστήματος, υιοθετώντας μιαν «αντισχολική κουλτούρα», με ανάλογα αντικομφορμιστικές συμπεριφορές που προκαλούν το σύστημα. Μετατρέπονται σε «μάγκες», που αναλαμβάνουν να ταράξουν την ηρεμία της σχολικής ζωής, διαχωρίζοντας τη θέση τους από τους κοινωνικά και σχολικά συμμορφωμένους συμμαθητές και δασκάλους τους, θέτοντας ωστόσο τελικά τους εαυτούς τους «εκτός νυμφώνος». Πρόκειται για εκείνους τους νέους που, απαξιώνοντας με τη σειρά τους το σχολείο και την κοινωνία που τους έχει ματαιώσει πολλαπλώς, καταδικάζουν, ουσιαστικά, τους εαυτούς τους στη διαιώνιση και αναπαραγωγή της ταξικής τους θέσης, κάνοντάς την να φαντάζει ως αναπόδραστο πεπρωμένο. Πρόκειται για μια διαδικασία αναπαραγωγής του κυρίαρχου συστήματος μέσω του σχολικού μηχανισμού και, μάλιστα, μέσα ακόμη και από την αμφισβήτηση και ανοιχτή αντιπαράθεση με αυτόν».
Υπάρχει λοιπόν απάντηση;
Κατά τη γνώμη μας, χρειάζεται με νηφάλιο τρόπο να ανοίξει η συζήτηση μέσα και στις δομές του κινήματος για τα πραγματικά κοινωνικά αιτία του φαινομένου, χωρίς υπερβολές και ωραιοποιήσεις. Πρώτα απ’ όλα όμως απαιτείται η ίδια η λειτουργία, η πρακτική των λαϊκών οργανώσεων και κυρίως της νεανικής συλλογικότητας, να δημιουργεί όρους αλληλεγγύης, απομόνωσης των όποιων ανάλογων συμπεριφορών, να μετουσιώνεται η δικαιολογημένη απέχθεια στο σύστημα σε οργανωμένη συλλογική πάλη. Μόνο μέσα από τους κόλπους του κινήματος μπορεί να γεννηθεί η υγιείς αντίθεση στο όποιο bullying εντοπίζεται, και πάντως όχι με στάση πληροφοριοδότη που εθίζεται στο να «δίνει» τον συμμαθητή του.
Και όποιος θεωρεί ότι είναι ακραία μια τέτοια έκφραση ας δούμε τι λέει και ο «Συνήγορος του Παιδιού» που προτείνει την «Αξιοποίηση του θεσμού των μαθητικών συμβουλίων (15μελών και 5μελών) για την ενίσχυση των διαδικασιών κατανόησης, διαμόρφωσης και τήρησης των σχολικών κανόνων…
Στο όνομα δηλαδή της «αλληλεγγύης» και της «προστασίας» των παιδιών από όσα εκείνοι – αυθαίρετα – βαφτίζουν «βία», επιχειρείται μια πραγματικά βρώμικη προσπάθεια να νομιμοποιηθεί στις συνειδήσεις το «κάρφωμα», ο χαφιεδισμός, η καταστολή, και μάλιστα ακόμα κι αυτά τα όργανα του μαθητικού κινήματος, τα 5μελή και 15μελή να παίξουν τέτοιο ρόλο. Η προσπάθεια αυτή και ο τρόπος που γίνεται, χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα και δούρειο ίππο τα δικαιώματα των μαθητών που οι ίδιοι πρώτοι τσαλαπατάνε και λερώνοντας αξίες όπως η αλληλεγγύη, είναι πέρα για πέρα χυδαία.
Οι μαθητές δε χρειάζονται καθ” υπόδειξη «των αρχών», «ομάδες φιλίας» και «ρόλους». Η αλληλεγγύη ανάμεσα στα παιδιά του λαού δεν έχει σχέση με τις καρικατούρες αυτές. Είναι βαθιά και αληθινή ακριβώς γιατί είναι αλληλεγγύη ανάμεσα σε ίσους. Δεν έχει σε τίποτα να κάνει με την τάχα «φιλανθρωπία» των αστών για τον πιο αδύναμο ή με το σεβασμό της αστικής νομιμότητας και των κανόνων που αυτή βάζει.
Γιατί, αγαπητοί φίλοι, είναι διαφορετικό ζήτημα να εντοπίζεις ένα κοινωνικό φαινόμενο και να το αναλύεις επιστημονικά και είναι εντελώς άλλο πράγμα με βάση μια διόγκωση ενός υπαρκτού προβλήματος που σχετίζεται και με ρατσιστικές αντιλήψεις, να επιδιώκεις να εδραιώσεις την αντίληψη για μια δήθεν «ελευθερία» ή την αποκήρυξη γενικά και αόριστα της βίας, λες και η ίδια η ιστορία της Ελλάδας δεν έχει πολλά παραδείγματα που δείχνουν ότι η βία, η λαϊκή βία έπαιξε προοδευτικό ρόλο.
Αγαπητοί φίλοι
Στη συζήτηση για την ενδοσχολική βία χρειάζεται να ξεχωρίσουμε και το ρόλο του εκπαιδευτικού. Προφανώς μπορεί να μην είναι δική του η ευθύνη για την ανάπτυξη τέτοιων κοινωνικών φαινομένων, είναι όμως ο δρόμος της ανάληψης ατομικής και συλλογικής ευθύνης για τον ίδιο το δάσκαλο να οργανώσει τη σχολική ζωή με τέτοιο τρόπο, να ανοίξει τη συζήτηση στην τάξη έτσι ώστε η τάση των νέων για δημιουργία, για δράση πέρα από κάποια κλισέ, ο συσσωρεμένος θυμός για το «σύστημα» να βρει θετική, αγωνιστική, συλλογική διέξοδο.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο δάσκαλος που θέτει το λειτούργημά του στην υπηρεσία των λαϊκών αναγκών, εκ των πραγμάτων έρχεται σε ρήξη με την κατεύθυνση που τον θέλει απλά διεκπεραιωτή ενός μαθήματος που μεταδίδει τις αξίες και την ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης. Ότι δουλεύει σταθερά με εκείνα ακριβώς τα παιδιά που είναι τα πιο «δύσκολα», τα παιδιά που λόγω της ταξικής-κοινωνικής τους καταγωγής ο δρόμος τους προς τη μόρφωση, τη γνώση δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα.
Ένας εκπαιδευτικός που προσπαθεί να κάνει πράξη την αλληλεγγύη μέσα κι έξω από το μάθημα, που σκύβει στη σχολική αποτυχία όχι για να τη θεωρήσει αποτέλεσμα της δικής του δουλειάς αλλά έχοντας επίγνωση των ταξικών παραμέτρων της αναλαμβάνει το δικό του μερίδιο ευθύνης, αφιερώνοντας και χρόνο για να ανεβάσει το μορφωτικό επίπεδο των παιδιών της λαϊκής οικογένειας.
Όμως εξίσου σημαντικός είναι και ο ρόλος των γονιών.
Μέσα στο σχολείο, συχνά και μέσα στην ίδια την οικογένεια, μπορεί να ακούγονται ή να δουλεύονται πράγματα που, κατά τη γνώμη μου, μπορεί να μη βοηθούν. Π.χ. Λέμε στα παιδιά μας «για να αντέξεις στη σημερινή σκληρή κοινωνία πρέπει να είσαι σκληρός». Σωστό και λάθος ταυτόχρονα. Το ερώτημα είναι σκληρός απέναντι σε ποιόν; Γιατί αν σημαίνει «μη δίνεις και τόση σημασία σε όση δυστυχία υπάρχει γύρω σου, κοίτα εσύ να τα καταφέρεις να μη βρεθείς σε αυτή τη θέση», τότε κινδυνεύουμε να διαμορφώσουμε προσωπικότητες με υπερβολικό εγωισμό.
Νιώθω καμιά φορά ότι το μήνυμα πρέπει να είναι «για να αντέξεις στη σημερινή σκληρή κοινωνία πρέπει να είσαι ευαίσθητος και διεκδικητικός», να συμπονάς με τον πόνο του άλλου που τον βλέπεις σαν ίσο και όχι σαν «καημένο», να κοντοστέκεσαι και να ερμηνεύεις, να προσπαθείς να μπεις στη θέση του, διεκδικώντας το δίκιο σου, όχι μόνο το δικό σου αλλά όλων. Να συγκινούνται τα παιδιά με τα παραδείγματα των ηρώων που έβαλαν το συλλογικό πάνω από το ατομικό, που ακόμη και θυσιάστηκαν για πανανθρώπινα ιδανικά, να εμπνέονται από αυτά. Σκεφτείτε για παράδειγμα πόσα «αντιbullying συναισθήματα» – ας μου επιτραπεί ο αδόκιμος όρος – θα μπορούσε να εγείρει στους μαθητές μια συζήτηση στη σχολική τάξη μια συζήτηση για τη στάση των συνομηλίκων τους που συμμετείχαν δεκαετίες πριν στην εθνική αντίσταση ή στον αντιδικτατορικό αγώνα. Εκεί θα δουν το και το προσωπικό «αυτοσυναίσθημα» εξυψώνεται παλεύοντας για τη ζωή όλων και όχι μειώνοντας και εξευτελίζοντας τους άλλους. Εκεί θα δουν ότι πραγματικός ήρωας είναι αυτός που μάχεται «υπέρ όλων των αδυνάτων» και όχι αυτός που χτυπά τον αδύναμο.
Να διδάξουμε στα παιδιά μας να βλέπουν τον κόσμο λίγο πιο πλατιά. Καμιά φορά έχει αξία να τους μιλάμε και για το τι γίνεται παραέξω, σε σπίτια με κομμένο ρεύμα, πώς περνούν οι συνομήλικοί τους στη μακρινή Παλαιστίνη, όχι για να νιώθουν μόνο ευχαριστημένα και για να εκτιμούν το ότι αυτά που έχουν (έτσι πάλι δεν πετυχαίνουμε το στόχο μας – αυτή η προσέγγιση είναι και πάλι ατομικιστική), αλλά και προκειμένου να πάρουν τη θέση τους στη διεκδίκηση να έχουν όλοι όσα δικαιούνται.
Ιδιαίτερα για το γονέα και το δάσκαλο, την ύψιστη σημασία έχει το προσωπικό παράδειγμα. Να βλέπουν έμπρακτα την αλληλεγγύη, το νοιάξιμο, το ενδιαφέρον, τη συμμετοχή στο λαϊκό κίνημα. Ν΄ ακούσει το παιδί στη συζήτηση στο τραπέζι, πώς ο γονιός υπερασπίστηκε το συνάδελφο που θίχτηκε ή αδικήθηκε στη δουλειά και, το πιθανότερο είναι ότι θα το αξιοποιήσει όταν θα θιχτεί ή θα θυματοποιηθεί ο συμμαθητής του.
Επιμένουμε όμως αγαπητοί φίλοι στον εντοπισμό των πολιτικών προεκτάσεων του ζητήματος.
Με την ευκαιρία αυτή, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την ταξική οπτική στην αντιμετώπιση του bullying από τον «Συνήγορο του Παιδιού», που λέει ότι: «Τα σχολεία για να μπορέσουν να είναι περισσότερο αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση συμπεριφορών βίας μεταξύ των μαθητών, χρειάζεται να πραγματώσουν και να ενισχύσουν το ρόλο τους ως θεσμός κοινωνικής διαπαιδαγώγησης των παιδιών στις αξίες και τους κανόνες της κοινωνίας στην οποία αυτά ζουν…».
Ακριβώς εκεί είναι και το πρόβλημα και η λύση του προβλήματος: ποιες αξίες ποιας κοινωνίας. Γιατί σήμερα οι «αξίες» και οι «κανόνες» στις οποίες διαπαιδαγωγούνται οι μαθητές είναι αυτές του ατομισμού και του ανταγωνισμού, του «πάτα επί πτωμάτων», του κέρδους και της «επιχειρηματικότητας» που στύβει τους εργάτες, της κολοβής κοινωνικοποίησης, της «ελευθερίας» των ναρκωτικών, των σάπιων ιδανικών.
Και επιτρέψτε μου να πω κλείνοντας, ότι η ριζική εξάλειψη φαινομένων σαν το μπουλινγκ θα προχωρά όσο οικοδομείται κι ένα σχολείο σε ριζική αντίθεση με αυτό που ζούμε ή ζήσαμε παλιότερα.
Ένα σχολείο ενιαίο που δεν κατηγοριοποιεί τους μαθητές όπως σήμερα. Το σχολείο αυτό, δεν έχει καμία σχέση με το σημερινό σχολείο, το ταξικό σχολείο, το ταξικό Λύκειο. Δεν στερεί όπως σήμερα από τα παιδιά της λαϊκής οικογένειας την αναγκαία για τη σημερινή εποχή γενική μόρφωση ως υπόβαθρο για κάθε μελλοντική επαγγελματική επιλογή και μάλιστα παίρνει μέτρα ειδικά για τα παιδιά της λαϊκής οικογένειας για να βοηθηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο στις σπουδές τους και στα μαθήματά τους, που δεν θεωρεί κανένα παιδί για πέταμα, ανήμπορο μπροστά στη γνώση.
Ένα σχολείο που μαζί με τη γνώση οργανώνει το συναισθηματικό κόσμο των μαθητών και την κοινωνική τους ζωή, αναπτύσσοντας την αισθητική και φυσική αγωγή, την κοινωνική δράση.
Ένα σχολείο που γράφει στη σημαία του «Όλοι για έναν και ένας για όλους».