Ο Κοινωνικός Χαρακτήρας της Επανάστασης του 1821

Ο κοινωνικός χαρακτήρας της Επανάστασης του 1821 (εκπαιδευτικοί)

Φίλες και φίλοι,

Τις περισσότερες φορές, όταν διαβάζουμε, μιλάμε ή ακούμε για την Επανάσταση του 1821, σπανίως αναδεικνύονται οι κοινωνικές και πολιτικές πτυχές της. Πράγματι, τις περισσότερες φορές η συζήτηση γύρω από το θέμα εξαντλείται στον εθ

ο ομιλητής Α. Γκίκας

νικοαπελευθερωτικό της χαρακτήρα. Και όμως, συχνά τείνουμε να ξεχνάμε πως η Επανάσταση του 21, εκτός από την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, πρόβαλλε και αιτήματα φιλελεύθερα-δημοκρατικά, ενάντια στην απολυταρχία και τον δεσποτισμό, για την ισότητα και την ισονομία, αιτήματα εμπνευσμένα από τις αρχές και τα ιδεώδη της Γαλλικής Επανάστασης, που είχε συνταράξει συθέμελα την παλιά τάξη πραγμάτων λίγα μόλις χρόνια πριν.

«Ας εξετάση διακεκριμένως οποιοσδήποτε έλαβεν μέρος εις την Επανάστασιν, και θέλει ίδει ότι η τάξις των ξενιτευμένων λογιοτάτων και εμπόρων είναι ήτις πρώτη ετόλμησεν και εκίνησεν τον μοχλόν τούτον και έμβασεν και τους Προεστούς και τους Αρματωλούς εις τα αίματα»1. Έτσι περιγράφει την κινητήρια δύναμη της Επανάστασης του 1821 ένας εκ των πρωταγωνιστών της, ο Σερραίος επαναστάτης Ν. Κασομούλης, καταδεικνύοντας συνάμα και την κοινωνική της ρίζα, το κοινωνικό της περιεχόμενο. Πρόκειται για την τάξη των εμπόρων και των ξενιτεμένων λογίων, δηλαδή για τη νεαρή – ανερχόμενη τότε αστική τάξη και τους οπαδούς του Διαφωτισμού, των ιδεολογικών θεμελίων της Γαλλικής Επανάστασης.

Ο 18ος αιώνας υπήρξε αναμφισβήτητα μια περίοδος κατά την οποία η ελληνική αστική τάξη σημείωσε πρωτόγνωρη ανάπτυξη. Σε αυτό συνέβαλαν μια σειρά παράγοντες. Οι αλλαγές στο οθωμανικό καθεστώς γαιοχρησίας και η εξάπλωση του διεθνούς εμπορίου επέφεραν σημαντικές μεταβολές στο επίπεδο της αγροτικής οικονομίας, που από κλειστή, άρχισε σιγά-σιγά να γίνεται πιο εμπορευματική. Το χρήμα έπαψε πια αποκλειστικά να κλείνεται στα σεντούκια, να αποθησαυρίζεται και σταδιακά άρχισε να κυκλοφορεί και να επενδύεται, στο εμπόριο, τις τράπεζες, τη βιοτεχνία κ.α.

Η Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774) και οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι (1793-1813) δημιούργησαν τις συνθήκες για μια ραγδαία ανάπτυξη και κερδοφορία του ελληνικού εμπορικού και ναυτιλιακού κεφαλαίου. Το 1810-1815 η συμμετοχή των ελληνικών πλοίων στην κίνηση των λιμανιών της Οδησσού και της Αλεξάνδρειας έφτανε το 60% και 65-69% αντίστοιχα2. Εκατοντάδες σκάφη ναυπηγήθηκαν στον ελλαδικό χώρο, εμπορικά δίκτυα εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την Ευρώπη, ενώ οι δραστηριότητες των Ελλήνων κεφαλαιούχων επεκτάθηκαν γρήγορα στους τομείς των τραπεζών και των ασφαλειών.

Σημαντική υπήρξε ακόμη η ανάπτυξη της βιοτεχνίας. Κλάδοι όπως η μεταξουργία, η νηματουργία ή η υφαντουργία, άκμασαν σε περιοχές όπως το Πήλιο, η Χίος, τα Αμπελάκια, ο Τύρναβος, η Ραψάνη, τα Ζαγοροχώρια, η Μοσχόπολις και το Συράκο. Δραστηριότητα ανέπτυξαν επίσης τα σιδηρουργεία και τα μπαρουτάδικα σε Δημητσάνα και Στεμνίτσα, τα μεταλλεία στα Μαντεμοχώρια, κ.α. Σε πολλά από αυτά τα μέρη εμφανίστηκαν νέες μορφές αυτοδιοίκησης (όπως π.χ. η «ομοσπονδιακή», στα Μαντεμοχώρια, το Ζαγόρι, το Πήλιο, τα Αμπελάκια ή το Συράκο), καθώς και βιοτεχνικές «συντροφιές» συνεταιριστικού-μετοχικού χαρακτήρα.

Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα όμως η ελληνική αστική τάξη, πέραν της οικονομικής δύναμης, οπλίστηκε ακόμη με ιδεολογία και πολιτικό πρόγραμμα, που άντλησε από το Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση. Τα εμπορικά – βιοτεχνικά κέντρα των Ελλήνων μετατράπηκαν σε πραγματικά πνευματικά φυτώρια όπου συντελέστηκε η εθνική αφύπνιση, ενώ σε μια πορεία, στην εθνική συνειδητοποίηση προστέθηκε και η επαναστατική ψυχολογία.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Α. Κοραής: «Μεσούσης της πρόσθεν 100τηρίδος οι Ελληνες επένοντο […] νυν ευρίσκει τις πλουσίους […] προικίζουσι γυμνάσια, εμβάλλουσι θάρρος εις τους ευφυείς […] Εκτοποι καιροί και περιστάσεις ένθεν μεν ανοίγουσι νέας διεξόδους εις το εμπόριον της Ανατολής ένθεν δε εξάπτουσι πόλεμον […] Επ’ αμφότεροις τοις γεγονόσι τούτοις οι τότε καταβεβλημένοι Ελληνες επαίρονται και υψούνται […] Ενταύθα αληθώς άρχεται η Ελλήνων αφύπνησις […] Τελευταίον επέρχεται η Γαλλική Επανάστασις ήτις […] έδωκεν εις την αρξαμένην εν Ελλάδι μεταβολήν νέαν ώθησιν τοσούτω σφοδροτέραν, όσω συνεδυάζετο με την ελπίδα βελτιώσεως των τυχών της Ελλάδος…»3.

Η βιβλιοπαραγωγή αυξήθηκε κατακόρυφα. Επαναστατικά κείμενα, ελληνικά και ξένα, εκδίδονταν και διαδίδονταν στους κόλπους των εμπόρων –και όχι μόνο. Το 1790 το γαλλικό θέατρο έκανε την εμφάνισή του στα Αμπελάκια. Ολη αυτή η κίνηση -απειλή για την παλαιά τάξη πραγμάτων- προκάλεσε την αντίδραση της επίσημης Εκκλησίας, η οποία καταδίκασε τα «αθεΐας λίμπερα» των Γάλλων, ζητώντας να καούν τα «ανίερα» βιβλία (όπως του Βολτέρου) και να αφοριστούν όσοι τα διάβαζαν. Λίγο πριν την Επανάσταση δεν ήταν λίγοι εκείνοι που υποστήριζαν: «Ας αφήσουμε τα παιδιά του Μωάμεθ να αποτελειώσουν τα παιδιά του Ροβεσπιέρου»4.

Ωστόσο η δυναμική που απελευθέρωσε η Γαλλική Επανάσταση δεν κατέστη εφικτό να καταπνιγεί. Στις 18 Δεκεμβρίου 1797 η εφημερίδα Gazette de France έγραφε: «Το μεγαλύτερον μέρος των Ρωμιών τόσο πολύ αποδέχτηκε τις νέες ιδέες, ώστε, όταν συγκρίνουνε τη δουλική τους κατάσταση με κείνη της λευτεριάς και της ισότητας, γίνουνται σαν αφηρημένοι και από την έκσταση περνούν στη φρενίτιδα. Παντού στην Ανατολή αντιλαλεί το Ζήτω η Γαλλία, Ζήτω η Ελλάδα!»5. Οπως υπογράμμισε ο ίδιος ο Θ. Κολοκοτρώνης «η γαλλική επανάσταση και ο Ναπολέοντας, έκαμε, κατά την γνώμη μου, ν’ ανοίξουν τα μάτια του κόσμου»6.

Τέλος, στις αρχές του 19ου αιώνα ανέπτυξαν δράση μια σειρά δημοκρατικά κόμματα και κινήματα, στη Σάμο (Καρμανιόλοι), τα Επτάνησα (η Πολιτική Εταιρία στην Κέρκυρα, ο «ιακωβίνικος» Συνταγματικός Σύλλογος στο Αργοστόλι), την Κέα, την Κοζάνη, την Υδρα κ.α.

Η ανερχόμενη αστική τάξη όμως δεν υπήρξε μόνο ο κοινωνικός φορέας της εθνικής αφύπνισης-συνειδητοποίησης, αλλά και ο οργανωτής της επανάστασης, στην οποία προσέδωσε σαφές ιδεολογικοπολιτικό περιεχόμενο. «Ο Θούριος», διευκρινίζει ο ιστορικός Λέανδρος Βρανούσης, «δεν είναι το πολεμικό εμβατήριο της μάχης […] Αναπτύσσει ένα απελευθερωτικό σχέδιο και παρουσιάζει ένα πολιτικό πρόγραμμα […] ένα έργο πολιτικού διαφωτισμού κ’ επαναστατικής κατήχησης»7. Σε αυτό, καθώς και στο έργο του «Νέα Πολιτική Διοίκησις» που ακολούθησε, ο Ρήγας καλούσε σε εξέγερση όλους τους λαούς της Βαλκανικής («Χριστιανούς και Τούρκους»), με σκοπό το γκρέμισμα της οθωμανικής κυριαρχίας και τη δημιουργία μιας Βαλκανικής ομοσπονδίας, με κυρίαρχο το ελληνικό στοιχείο.

Ο Ρήγας Φεραίος ήρθε σε επαφή με το Διευθυντήριο της Γαλλικής Επανάστασης, ίδρυσε μυστική Εταιρία και ανέπτυξε δράση στα εμποροβιοτεχνικά κέντρα των Ελλήνων, στον ελλαδικό χώρο και τα Βαλκάνια. Σύντομα όμως συνελήφθη από την αυστριακή αστυνομία, παραδόθηκε στις οθωμανικές αρχές και εκτελέστηκε το 1798. Λίγους μόλις μήνες πριν, το Πατριαρχείο με εγκύκλιό του καλούσε τους ιεράρχες σε «επαγρύπνηση» ώστε «να μην παραπέση τοιούτον σύνταγμα εις ανάγνωσιν τω χριστιανικώ εμπιστευθέντα σοι λαώ», διότι «πλήρες υπάρχει σαθρότητος εκ των θολερών αυτού εννοιών τοις δόγμασι της ορθοδόξου ημών πίστεως εναντιούμενον»8.

Η σύσταση συνωμοτικών οργανώσεων με κοινωνικούς – εθνικοαπελευθερωτικούς σκοπούς υπήρξε συνήθης πρακτική για τα αντίστοιχα κινήματα της εποχής. Οσον αφορά την ελληνική περίπτωση, εκτός από την Εταιρία του Ρήγα, συγκροτήθηκαν τα επόμενα χρόνια μια σειρά οργανώσεις, όπως η Εταιρία των Πέντε, το Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον (Παρίσι 1809), η Φιλόμουσος Εταιρία (Αθήνα 1813) και βεβαίως η Φιλική Εταιρία (Οδησσός 1814). Η τελευταία υπήρξε σαφώς και η πιο σημαντική, τόσο από την άποψη της μαζικότητας, όσο και της μαχητικότητας, αλλά και του ρόλου τον οποίο έπαιξε.

Στον πυρήνα της οργάνωσης, της επάνδρωσης και της υλικής υποστήριξης της Φιλικής Εταιρίας βρισκόταν η αστική τάξη. Γράφει χαρακτηριστικά το μέλος της Φιλικής και ιστορικός της Επανάστασης Ιωάννης Φιλήμων: «Η γενναία σύλληψις και η γενναιοτέρα έναρξις της εφαρμογής της ελληνικής ενότητος απέκειτο στη μέση τάξη, την εμπορική, ιδίως. Οι Νικόλ. Σκουφάς, Αθανάσιος Τζακάλωφ, Αθανάσιος Σέκερης, Εμμανουήλ Ξάνθος, Παναγ. Α. Αναγνωστόπουλος, Παναγιώτης Σέκερης, Αντώνιος Κομιζόπουλος και οι τοιούτοι, έμποροι ήσαν και γραμματείς εμπόρων»9. Στις γραμμές της Φ.Ε. εντάχθηκαν επίσης σύντομα πολλοί έμποροι και τραπεζίτες (όπως οι Κροκίδας και Παππάς αντίστοιχα), αλλά και εφοπλιστές (όπως οι Κουντουριώτης και Μεξής)10. Η οργάνωση, η δομή και οι αρχές λειτουργίες της Φ.Ε. άντλησαν από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή εμπειρία, ιδιαίτερα της καρμποναρίας11.

Αρχικά οι Φιλικοί «απέκλειον της κατηχήσεως τους προεστώτας καθώς επίσης και τους αρχιερείς, επί τω ιδανικώ φόβω ότι και οι δύο αυταί τάξεις των χριστιανών, ως έχουσαι υλικάς τινάς ωφελείας υπό των Τούρκων, δεν ήθελον προτιμήσει την δια θυσιών και μαρτυρίων προσκτωμένην πάντοτε ελευθερίαν». Στη συνέχεια όμως «εκρίθη ότι η Επανάστασις των Ελλήνων τότε ήθελε γείνει και ευδοκιμήσει όταν εις αυτήν εισαχθώσιν οι κατά τόπους προεστώτες και άρχοντες, διότι ο λαός χωρίς την παρακίνησιν αυτών και τας χρηματικάς θυσίας δεν ήθελε κινηθή, ούτε οι οπλαρχηγοί μόνοι των ηδύναντο να εκτελέσωσι τι»12. Ακολούθως, μυήθηκαν στη Φ.Ε. κοτζαμπάσηδες (όπως οι Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και Λόντος, οι Ρούφοι και οι Ζαΐμηδες), Φαναριώτες (όπως οι Μαυροκορδάτος, Νέγρης Νούτσος και Φιράρης) και ανώτεροι κληρικοί (όπως οι Ανθιμος Γαζής, Παλαιών Πατρών Γερμανός και Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας).

Οι δυνάμεις αυτές δεν ήταν ομοιογενείς, δημιουργώντας συχνά αντιθέσεις και τριβές στους κόλπους της Φιλικής, ενώ η στάση τους κατά την έκρηξη και εξέλιξη της Επανάστασης ποικίλε. Τέλος, ενόψει της ταυτόχρονης κήρυξης της Επανάστασης στα Βαλκάνια, εντάχθηκαν στη Φ.Ε. πολλοί Σέρβοι, Βούλγαροι, Μολδαβοί και Βλάχοι. Το 1819-1820 άρχισαν να στρατολογούνται στο Μωριά και μέλη από τις λεγόμενες «λαϊκές τάξεις»13.

Παραμονές του 1821 ο μηχανισμός της Φιλικής ενεργοποιήθηκε. Τα μέλη της Εταιρίας κινητοποιήθηκαν, εντείνοντας τις ζυμώσεις, «μετρώντας» ανθρώπους και καταστάσεις. Στην Πελοπόννησο, όπου θα δινόταν βάρος λόγω της ύπαρξης συμπαγούς ελληνικού πληθυσμού και της έλλειψης σημαντικών οθωμανικών δυνάμεων (αυτές είχαν δεσμευτεί για την αντιμετώπιση του Αλή πασά των Ιωαννίνων), στάλθηκαν οι Παπαφλέσσας και Αναγνωσταράς. Στις 22 Φλεβάρη 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης (ο επικεφαλής της Φ.Ε.) πέρασε τα σύνορα της Ρωσίας με την οθωμανική αυτοκρατορία, κηρύσσοντας στη Μολδαβία την Επανάσταση 14.

Το διεθνές πλαίσιο 

Ας κάνουμε όμως σε αυτό το σημείο μια σύντομη –αλλά απαραίτητη- παρένθεση, ώστε να καταπιαστούμε με το διεθνές πλαίσιο, μιας και ο ρόλος του υπήρξε πολύπλευρος και πολυσήμαντος, τόσο για την έκρηξη όσο και την εξέλιξη της Επανάστασης. Η Επανάσταση του 1821 εκδηλώθηκε σε μια περίοδο όπου στη Γαλλία είχε ήδη ηττηθεί ο Ναπολέων (1815) και στην Ευρώπη είχε επικρατήσει η αντεπανάσταση, η Ιερά Συμμαχία, η οποία αντιμετώπιζε με καχυποψία έως και ανοιχτή καταστολή όλα τα ανάλογα κοινωνικά – επαναστατικά κινήματα της εποχής15.

Το πώς αντιμετωπίστηκε η ελληνική επανάσταση σε αυτό το πλαίσιο πληροφορούμαστε από σχετικό υπόμνημα του ίδιου του Μέττερνιχ (του υπουργού εξωτερικών της Αυστρίας και ενός εκ των πρωταγωνιστών της Ιεράς Συμμαχίας): «Εν συμβάν…κατέστη εκ της γενικής των πραγμάτων καταστάσεως, αντικείμενον πρώτης τάξεως, προς ο δύναται να συνδεθή η σωτηρία ή η απώλεια του πολιτισμένου κόσμου. Η επανάστασις των Ελλήνων δεν θα απετέλει εν άλλοις χρόνοις, παρά ένα εκ των εσωτερικών εκείνων κινημάτων, ων η ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παρουσιάζει τοσαύτα παραδείγματα […] Η βαρύτης συμβάντος τινός δεν μετράται πλέον εκ της θετικής αυτού σοβαρότητος, αλλ’ εκ των […] αμέσων σχέσεων αυτού προς τας ιδέας ή κάλλιον ειπείν, προς τα πάθη τα διαιρούντα την ενεστώταν γενεάν. Δεν υπάρχουν, δεν δύνανται να υπάρχουν σήμερον παρά δύο αρχαί ενεργείας εν τω κόσμω: η της συντηρήσεως παντός ό,τι υπάρχει, κείνου όπερ εκληροδοτήθη ημίν υπό των αιώνων, κείνου όπερ θα ζήση δια των αιώνων εάν γνωρίζωμεν να το υπερασπίσωμεν, και η αρχή του νεωτερισμού, της οποίας, αναπόδραστος αυτής τάσης είναι ν’ανατρέψει την ενεστώσαν τάξιν των πραγμάτων […] Το αντάρτικον κίνημα των Ελλήνων […] είναι το αποτέλεσμα του εκ Παρισίων ανά τον κόσμον διασπαρέντος πνεύματος»16.

Αλλες παρόμοιες εκδηλώσεις κατά της «νομιμότητας» της παλιάς τάξης πραγμάτων είχαν άλλωστε ήδη λάβει χώρα την ίδια περίοδο στη Νεάπολη, τη Σικελία, το Πεδεμόντιο, τη Μαδρίτη, τη Λισσαβόνα κ.α. Πολλοί από τους πρωταγωνιστές των εθνικών – αστικοδημοκρατικών αυτών κινημάτων κατέφυγαν διωκόμενοι στην επαναστατημένη Ελλάδα, λαμβάνοντας ενεργό μέρος στον Αγώνα17. Το σύνολο των πολιτικών προσφύγων, των οπαδών διάφορων εθνικών αστικών κινημάτων, των απόμαχων των Ναπολεόντειων πολέμων κ.ά., που μετείχαν στην ελληνική επανάσταση άγγιξε τους 1.200, ενώ σχεδόν το ένα τρίτο εξ αυτών έπεσαν μαχόμενοι18. Τα φιλελληνικά «κομιτάτα» που εμφανίστηκαν σε μια σειρά χώρες έδρασαν όχι μόνο ως πόλοι συγκέντρωσης χρημάτων και εθελοντών για την επαναστατημένη Ελλάδα, αλλά και ως «βιτρίνες» για τη διεξαγωγή αντίστοιχων κοινωνικοπολιτικών ζυμώσεων στις ίδιες, σε μια περίοδο έντονων διώξεων.

Κλείνοντας, να σημειώσουμε πως η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων, τόσο γύρω από την ελληνική υπόθεση ειδικά, όσο και γύρω από το μέλλον της οθωμανικής αυτοκρατορίας γενικότερα (με το οποίο ήταν άμεσα συνυφασμένη), δεν υπήρξε ενιαία. Οι αντιθέσεις και η διαπάλη που αναπτύχθηκε μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας και που εκφράστηκε με τη διαφορετική στρατηγική της καθεμιάς στο λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα, επέδρασαν σημαντικά -κάποια στιγμή αποφασιστικά- στην τελική έκβαση του ελληνικού ζητήματος (αρχικά αναγνώριση αυτονομίας και εν συνεχεία της ανεξαρτησίας του υπό διαμόρφωση κράτους)19.

Οι άλλες κοινωνικές δυνάμεις

 

Μιλήσαμε ήδη για την αστική τάξη. Ποια ήταν όμως η στάση των άλλων κοινωνικών δυνάμεων έναντι της Επανάστασης; Και πρώτα απ’ όλα της Εκκλησίας. Ομολογουμένως η στάση της Εκκλησίας, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, δε δύναται να εξαντληθεί στα όρια μιας παρουσίασης και χρήζει βαθύτερης μελέτης. Το βέβαιο ωστόσο είναι ότι στις γραμμές της καταγράφηκαν έντονες διαφοροποιήσεις. Ενα τμήμα του κλήρου εντάχθηκε εξαρχής και με συνέπεια στον επαναστατικό αγώνα. Ενα άλλο εκδήλωσε ταλαντεύσεις ή και υποχρεώθηκε να λάβει μέρος. Ενα τρίτο τέλος, για μια σειρά λόγους, έπαιξε ρόλο καθαρά αντεπαναστατικό.

Αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης ο Σουλτάνος, όχι μόνο διατήρησε λίγο-πολύ, αλλά και αναβάθμισε εν μέρει τα οικονομικά – διοικητικά προνόμια του Πατριαρχείου. Ως επικεφαλής του μιλιέτ (θρησκευτική κοινότητα) των Ρουμ (των Ρωμαίων, χριστιανών υπηκόων της αυτοκρατορίας), η Εκκλησία κατέστη αναπόσπαστο τμήμα των οθωμανικών φεουδαρχικών δομών εξουσίας, επιφορτισμένη με συγκεκριμένα διοικητικά καθήκοντα, εξουσίες και αρμοδιότητες.

Μεταξύ αυτών ήταν και η διατήρηση της ευταξίας στους υπ’ ευθύνη της πληθυσμούς. Ετσι, το Πατριαρχείο αρχικά, όχι μόνο δεν ευνόησε, αλλά καταδίκασε και κατέστειλε κάθε απελευθερωτική ιδέα ή κίνηση. Οπως έγραψε ο Α. Κοραής, η Εκκλησία «μάλλον ηθέλησε να κοιμήση την δικαίαν Γραικών αγανάκτησιν και να τους ημποδίση από το να μιμηθώσι τα σημερινά υπέρ της ελευθερίας κινήματα πολλών εθνών της Ευρώπης»20.

Προς το σκοπό αυτό επιστράτευσε επανειλημμένα το όπλο του αφορισμού: για τους συμμετέχοντες στα Ορλωφικά (και την παρεπόμενη εξόντωση των κλεφτών του Μωριά), για τις εξεγέρσεις του 1807, του 1808, την εξέγερση των Σουλιωτών κατά του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και -βεβαίως- για την Επανάσταση του 1821. Στον αφορισμό του ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ χαρακτήριζε την Επανάσταση ως «αχαριστία […] συνοδευμένη με πνεύμα κακοποιόν και αποστατικόν εναντίον της κοινής ημών ευεργέτιδος και τροφού, κραταιάς και αηττήτου βασιλείας», που «εμφαίνει και τρόπον αντίθεον»! Τους δε «ασεβείς πρωταίτιους», Σούτσο και Υψηλάντη, τους καταδίκαζε ως «συμπράκτορες φιλελεύθερους», οι οποίοι, «επιχείρησαν έργον μιαρόν, θεοστεγές και ασύνετον», καλώντας τους πιστούς «να τους μισούν και να τους αποστρέφονται»21. Το κείμενο διαβάστηκε από άμβωνος σε όλους τους χριστιανικούς πληθυσμούς, κάνοντας μεγάλη ζημιά στην υπόθεση του Αγώνα (ιδιαίτερα μεταξύ των αγροτικών πληθυσμών). Την ίδια στιγμή προκάλεσε την κατακραυγή σημαντικού μέρους των καταπιεζόμενων λαών, που μέσα τους έκαιγε η φλόγα της Επανάστασης22.

Η αντεπαναστατική δραστηριότητα της Εκκλησίας (του ανώτερου κυρίως κλήρου) συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Ενδεικτικά αναφέρουμε το Δεσπότη Λαρίσης (που, σύμφωνα με τον επαναστάτη ιεράρχη Ανθιμο Γαζή, όργωσε το 1821 την επαρχία της Θεσσαλίας, προκειμένου να μη πάρουν οι αγρότες τα όπλα), τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης (που το 1823 καλούσε τους επαναστατημένους να παρατήσουν τα όπλα, να ζητήσουν συγχώρεση και να δηλώσουν υποταγή), τη στάση των αγιορειτών μοναχών (στην οποία οφείλεται εν μέρει και η ήττα της Επανάστασης στη Μακεδονία) ή την αποστολή -εκ μέρους του Πατριάρχη- των Αρχιεπισκόπων Ιωαννίνων, Λαρίσης, Νικαίας και Χαλκιδικής στη Μεσσηνία το Μάη του 1828 με σκοπό να συνετίσουν τους επαναστατηθέντες όπως «επανέλθη ο τόπος υπό την ευεργετικήν χείρα του κραταιοτάτου Σουλτάνου»23.

Βεβαίως, όπως προαναφέραμε, η στάση αυτή δεν υπήρξε ενιαία. Σημαντικό μέρος, κυρίως του κατώτερου κλήρου, δε συντάχθηκε με τη γραμμή του Πατριαρχείου, μετέχοντας ενεργά στην Επανάσταση. Μαζί τους και μια σειρά μεσαίοι ή ανώτεροι κληρικοί, όπως οι Φιλικοί Ανθιμος Γαζής και Γρηγόριος (Δικαίος) Παπαφλέσσας, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης κ.ά.

Οι Φαναριώτες: Οι ιδιαιτερότητες του οθωμανικού κοινωνικοοικονομικού συστήματος (η μη ενασχόληση μουσουλμάνων με εμπορικές-βιοτεχνικές δραστηριότητες) επέτρεψε σε μια μερίδα Ελλήνων, πρώην ευγενών του Βυζαντίου, να αναπτύξουν σημαντική οικονομική δύναμη. Εγκατεστημένοι γύρω από την έδρα του Πατριαρχείου στο Φανάρι, απέκτησαν το προσωνύμιο Φαναριώτες. Η επαφή τους με την Ευρώπη μέσω του εμπορίου, η μόρφωση και η γνώση ξένων γλωσσών, αναδείχθηκε σε ανεκτίμητο προσόν για την αναρρίχησή τους σε υψηλά πόστα της οθωμανικής διοίκησης (Μεγάλου Δραγουμάνου της Πύλης, Δραγουμάνου του Στόλου και Ηγεμόνα της Βλαχίας και Μολδαβίας). Είχαν δε λόγο και στην εκλογή του ίδιου του Πατριάρχη.

Πολλοί Φαναριώτες ενστερνίστηκαν τις ιδέες του Διαφωτισμού, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι οποίοι στήριξαν οικονομικά ή έγιναν μέλη της Φιλικής Εταιρίας. Ωστόσο η στάση τους απέναντι στην επανάσταση δεν ήταν ενιαία. Ορισμένοι υιοθετούσαν την προοπτική της ένοπλης εξέγερσης και συγκρότησης ενός ανεξάρτητου κράτους. Οι περισσότεροι όμως υποστήριζαν μια πολιτική «εκ των έσω διάβρωσης» της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπου η ελληνική αστική τάξη θα κυριαρχούσε σταδιακά οικονομικά και πολιτικά.

Οι Φαναριώτες-μέλη της Φιλικής Εταιρίας, όπως οι Μαυροκορδάτος και Νέγρης, που έλαβαν ενεργό μέρος στην Επανάσταση, κλήθηκαν στη συγκρότηση των πρώτων πολιτειακών θεσμών και μηχανισμών διοίκησης, συνδράμοντας αποφασιστικά στον αστικοφιλελεύθερο χαρακτήρα τους.

Οι κλέφτες ήταν κυρίως πρώην αγρότες ή κτηνοτρόφοι, οι οποίοι, είτε λόγω της φτώχειας είτε από αντίθεση στις οθωμανικές αρχές και τους κοτζαμπάσηδες (χριστιανούς και μουσουλμάνους), κατέφευγαν στη παρανομία, στο βουνό, μακριά από την κατασταλτική δυνατότητα των οργάνων της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η δράση τους κατά των «εχόντων και κατεχόντων» ασκούσε σημαντική επιρροή στις καταπιεζόμενες μάζες24.

Μετά την ήττα του Ορλωφικού κινήματος (1770) δρομολογήθηκε κατ’ εντολή του Σουλτάνου η συστηματική εξόντωση των κλεφτών της Πελοποννήσου – διαδικασία, που ολοκληρώθηκε το 1806 με την αμέριστη συνδρομή των κοτζαμπάσηδων και της Εκκλησίας25. Οσοι γλύτωσαν, ανάμεσά τους και ο Θ. Κολοκοτρώνης, εγκατέλειψαν την περιοχή, ενώ πολλοί κατέφυγαν στα γαλλοκρατούμενα Επτάνησα, όπου ήρθαν σε επαφή με τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης26.

Η διατάραξη των υφιστάμενων κοινωνικών ισορροπιών-συσχετισμών και οι δυναμικές που αναπτύχθηκαν με την Επανάσταση άνοιξαν νέες προοπτικές για τους ενόπλους, οι οποίοι διεκδίκησαν την απεξάρτησή τους από πρότερες δεσμεύσεις εξουσίας (δηλαδή τους προκρίτους), διεκδικώντας αυτόνομη πολιτική παρουσία και ρόλο. Στον απεγκλωβισμό τους αυτό συνέβαλε τα μέγιστα η αρχική τους στοίχιση με τα πιο ριζοσπαστικά τμήματα της αστικής τάξης, τη Φιλική Εταιρία και τον Υψηλάντη. Εν συνεχεία η συγκρότηση συγκεντρωτικών οργάνων που προωθούσαν οι τελευταίοι ήρθε σε αντίθεση με τα τοπικά προνόμια που πολλοί απέκτησαν στην πορεία, με αποτέλεσμα να διαταραχθούν οι προηγούμενες συμμαχίες και να διαμορφωθούν νέες. Στη διάρκεια δε της εκστρατείας του Ιμπραήμ στο Μωριά, ορισμένοι οπλαρχηγοί (και προύχοντες) άλλαξαν στρατόπεδο («προσκύνησαν») με αντάλλαγμα μια σειρά παραχωρήσεις και προνόμια.27

Οι κοτζαμπάσηδες αποτελούσαν το κατώτερο τμήμα της οθωμανικής διοικητικής ιεραρχίας, με ιστορικά διαμορφωμένες ιδιαιτερότητες από περιοχή σε περιοχή. Την επαύριο της κατάκτησης της ενετοκρατούμενης Πελοποννήσου από τους Οθωμανούς (στις αρχές 18ου αιώνα) οι Ελληνες κοτζαμπάσηδες έλαβαν αυξημένα προνόμια ως επιβράβευση για τη μη-προβολή αντίστασης. Μεταξύ άλλων ήταν υπεύθυνοι για τη διαχείριση της κοινοτικής περιουσίας, για την απονομή δικαιοσύνης σε μια σειρά θέματα, για την είσπραξη των φόρων και βεβαίως για την καταστολή των χωρικών στις υπ’ ευθύνη τους περιοχές. Με άλλα λόγια μετείχαν στην εκμετάλλευση και καταπίεση των ομοεθνών τους, γεγονός που σε μεγάλο βαθμό τους εξίσωνε στη συνείδηση των μαζών με την οθωμανική εξουσία: «Οι κοτζαμπάσηδες» αναφέρει ο Καραϊσκάκης, «ήσαν περισσότερο μισητοί κι απ’ αυτούς ακόμα τους Τούρκους»28.

Αν και οι κοτζαμπάσηδες προέρχονταν από τη φεουδαρχία, στα πλαίσια της ιστορικής της αποσύνθεσης είχαν αρχίσει σταδιακά να αστικοποιούνται. Η εξέλιξή τους αυτή εκφράστηκε και στη διφορούμενη στάση τους απέναντι στην Επανάσταση. Από τη μια διέθεταν προνόμια και καθήκοντα συνυφασμένα με το υπάρχον οθωμανικό καθεστώς, από την άλλη είχαν υλικό συμφέρον για την ανατροπή του. Ετσι, άλλοι εντάχθηκαν στις γραμμές της Φιλικής, άλλοι κράτησαν στάση επιφυλακτική (αναμονής) και άλλοι τάχθηκαν εναντίον. Από τη στιγμή της έκρηξης της Επανάστασης μερίδα των κοτζαμπάσηδων συμπαρατάχτηκε με τις πιο «προωθημένες» μερίδες της αστικής τάξης (τους εμπόρους, τους εφοπλιστές κλπ.), ενώ άλλοι (οι περισσότεροι) βρέθηκαν σε αντιπαράθεση με αυτές σε μια προσπάθεια να επικρατήσουν. Η σύγκρουση για τον έλεγχο των επαναστατικών διεργασιών και οργάνων υπήρξε σφοδρότατη. Οπως υπογράμμισαν στον Παπαφλέσσα κατά τη Συνέλευση της Βοστίτσας, λίγο πριν το ξέσπασμα της Επανάστασης στο Μωριά: «αν αποφασίσωμεν να κάνωμεν την επανάστασιν, θα σκεφθώμεν σοβαρώς και θα την κάνωμεν εμείς»29. Ακολούθως δόθηκαν σκληρές μάχες γύρω από το ποιος θα ήταν επικεφαλής, ποιος θα ηγεμόνευε και εν τέλει ποιος θα αποκτούσε τον έλεγχο του υπό διαμόρφωση κράτους.

Τέλος βεβαίως, στην Επανάσταση του 1821, πήραν μέρος ως κινητήριες δυνάμεις οι πλατιές μάζες της αγροτιάς, καθώς και η μικρή ακόμα αριθμητικά εργατική τάξη (ναύτες, τεχνίτες κ.ά.). Ο μαζικός λαϊκός ηρωισμός, ακόμα και μεταξύ των αμάχων, η συλλογική δράση που έλαβε όλες τις μορφές πάλης -και κυρίως την ένοπλη- η αυτοθυσία, σφράγισαν τον πολυετή αγώνα, αφήνοντας πράγματι πίσω διαχρονικά διδάγματα.

Η εξέλιξη της επανάστασης

 

Σύμφωνα λοιπόν με τους σχεδιασμούς της Φ.Ε., τη σχετική οργάνωση και προετοιμασία, κηρύχθηκε η Επανάσταση σχεδόν ταυτόχρονα σε όλο τον ελλαδικό χώρο. Είδαμε ήδη πως στη Συνέλευση της Βοστίτσας ο εντολοδόχος της Φ.Ε. Παπαφλέσσας βρέθηκε αντιμέτωπος με τις επιφυλάξεις ή ακόμα και την άρνηση πολλών κοτζαμπάσηδων να συμμετέχουν. Ομως η δυναμική που είχε αναπτύξει η Φιλική όλο το προηγούμενο διάστημα δεν κατέστη εφικτό να ανακοπεί. Ο μηχανισμός της κινητοποιήθηκε άμεσα και οι ζυμώσεις εντάθηκαν (με τη στήριξη πολλών οπλαρχηγών, όπως του Κολοκοτρώνη, του Νικηταρά κ.ά.), όχι μόνο κατά των Τούρκων, αλλά και κατά των κοτζαμπάσηδων που κωλυσιεργούσαν.30 Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Φιλικός επαναστάτης Χριστόφορος Περραιβός: «Το πράγμα τέλος πάντων κατήντησεν εις τόσον βαθμόν ενθουσιασμού, ώστε και μύριας γλώσσας Δημοσθενικάς αν είχε μεταχειρισθή κανείς δια να καθησυχάσει την ορμήν των Ελλήνων, ου μόνον εκόπιαζε ματαίως, αλλ’ εκινδύνευεν ακόμη και η ζωή του επειδή τον ενόμιζον ως Τουρκολάτρην…Πολύ περισσότερον υπέκειντο εις τον κίνδυνον τούτον οι αρχιερείς και δημογέροντες ως συνεχίν σχέσιν έχοντες μετά των Τούρκων, αντιπρόσωποι όντες των επαρχιών»31.

Ολη αυτή η κινητικότητα δεν ήταν δυνατό να ξεφύγει της προσοχής των οθωμανικών αρχών, οι οποίες, έχοντας και σχετικές πληροφορίες από τον πρόκριτο της Τριπολιτσάς Σ. Κουγιά, κάλεσαν κοτζαμπάσηδες και αρχιερείς να παρουσιαστούν στην πρωτεύουσα. Οι Φιλικοί αποφάσισαν να «σπρώξουν» τις εξελίξεις, ξεκινώντας τις εχθροπραξίες (15 Μάρτη), θέτοντας και τους μεν και τους δε προ τετελεσμένων γεγονότων: «Οι προύχοντες τώρα ήταν υποχρεωμένοι να πολεμήσουν για να σώσουν το κεφάλι τους»32.

Η Επανάσταση εξαπλώθηκε αστραπιαία: πρώτος, σήκωσε τη σημαία της Επανάστασης ο Φιλικός Π. Καρατζάς στην Πάτρα στις 21 Μάρτη.33 Οι πρόκριτοι της Αχαΐας (Ζαΐμης, Λόντος κ.ά.) μαζί με τον Π. Π. Γερμανό εισήλθαν στην πόλη 3 ημέρες αργότερα και συγκροτώντας το Αχαϊκόν Διευθυντήριον επιχείρησαν να συγκεντρώσουν στα χέρια τους όλες τις εξουσίες.34 Εως τις 31 Μάρτη οι Τούρκοι είχαν περιοριστεί στην Τριπολιτσά και λίγα φρούρια. Στις 24 Μάρτη ξεκίνησε και η Επανάσταση στη Ρούμελη. Στις περιοχές όπου δε στερεώθηκε η Επανάσταση, καταλυτικό ρόλο έπαιξε η παθητική (άρνηση υποστήριξης) ή ενεργή (άμεση συνδρομή των οθωμανικών αρχών) αντεπαναστατική στάση προκρίτων και Εκκλησίας.35

Δε θα αναφερθούμε με λεπτομέρειες σε γεγονότα και στρατιωτικές επιχειρήσεις, μιας και κάτι τέτοιο ξεφεύγει των σκοπών της σημερινής μας παρουσίασης. Ακολούθως θα σταθούμε μόνο στα σημεία που αναδεικνύουν την πορεία των κοινωνικών αντιθέσεων και συγκρούσεων κατά την Επανάσταση.

Αποφασισμένοι να εξασφαλίσουν τα προνόμιά τους στις νέες επαναστατικές δομές οι κοτζαμπάσηδες προχώρησαν άμεσα στη συγκρότηση μιας σειράς τοπικών Αρχών, όπως το Αχαϊκόν Διευθυντήριον (που προαναφέραμε), η Κοινότης Ηλιδος και η Καγκελαρία του Αργους. Σε παράλληλες κινήσεις προέβησαν ταυτόχρονα οι δυνάμεις της Φιλικής (όπως η Γενική Φροντιστηριακή Εφορία στην Τριφυλία ή το Κονσολάτο στην Αργολίδα). Ομως ο συντονισμός και η διεξαγωγή του Αγώνα απαιτούσε την ύπαρξη μιας κεντρικής εξουσίας. Ετσι, θέλοντας να προλάβουν και την άφιξη του Δ. Υψηλάντη (που ερχόταν να αναλάβει την ηγεσία του Αγώνα εκ μέρους της Φ.Ε.), πρόκριτοι και Εκκλησία προχώρησαν στη σύσταση της Γερουσίας των Καλτετζών.

Οι Φιλικοί αντέδρασαν έντονα, προπαγανδίζοντας την υιοθέτηση ενός δημοκρατικού-φιλελεύθερου πολιτεύματος. Οι διαμαρτυρίες τους βρήκαν απήχηση στις τάξεις του λαού και του στρατού. Ενισχύθηκαν δε ακόμη περισσότερο από την άφιξη του Δ. Υψηλάντη, ο οποίος αρνούμενος να αναγνωρίσει την εξουσία της Γερουσίας αντιπρότεινε τη συγκρότηση ενός νέου σώματος, της Βουλής. Οι διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν βρέθηκαν σε αδιέξοδο, με τους κοτζαμπάσηδες (μαζί τους και κάποιοι οπλαρχηγοί) να συσπειρώνονται μπροστά στο κίνδυνο να χάσουν τα προνόμιά τους. Λαός και στρατός όμως, ξεσηκωμένοι από τις ζυμώσεις της Φιλικής, κινήθηκαν εναντίον τους και μόνο έπειτα από παρέμβαση του Θ. Κολοκοτρώνη κατάφεραν να σωθούν.36 Αναγκαζόμενοι σε υποχώρηση, αναγνώρισαν τον Δ. Υψηλάντη ως πρόεδρο της Γερουσίας.37 Μόνο μέσα στο έτος υπήρξαν 3 τέτοιες περιπτώσεις όπου οι κοτζαμπάσηδες απειλήθηκαν με φυσική εξόντωση έπειτα από εξέγερση (στα Βέρβαινα και τη Ζαράκοβα το καλοκαίρι του 1821 και στο Αργος το Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου).

Στις 20 Δεκέμβρη 1821 συνήλθε σε κλίμα έντονων αντιπαραθέσεων η Α΄ Εθνοσυνέλευση (της Επιδαύρου). Στη διάρκεια των εργασιών της συντάχθηκε ενιαίος πολιτικός οργανισμός, με την καταλυτική συνδρομή του Vicenzo Gallina (Ιταλού δημοκράτη επαναστάτη και πολιτικού εξόριστου), αλλά και των Φιλικών Φαναριωτών Μαυροκορδάτου και Νέγρη. Το Προσωρινόν Πολίτευμα (Σύνταγμα) της Επιδαύρου, που ψηφίστηκε την 1η Γενάρη, αποτελούσε μια σύνθεση ιδεών και αρχών, επηρεασμένων από τα αντίστοιχα επαναστατικά Συντάγματα της Αμερικής και της Γαλλίας.

Αντλώντας από την ιδεολογικοπολιτική δεξαμενή της επαναστατημένης αστικής τάξης και του Διαφωτισμού, το νέο Σύνταγμα προέβλεπε: τη διάκριση των εξουσιών, την ανεξιθρησκία, την τυπική ισονομία, την κατοχύρωση των ατομικών, πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, την εισαγωγή καθολικού συστήματος αντιπροσώπευσης και βεβαίως την κατάργηση των όποιων τοπικών προνομίων. Οι πολιτικές εξουσίες (και κάποιες από τις οικονομικές) που απολάμβανε μέχρι πρότινος η Εκκλησία στα πλαίσια του φεουδαρχικού συστήματος καταργήθηκαν ή περιορίστηκαν σημαντικά. Ενώ, η αποδυνάμωση των τοπικών-περιφερειακών διοικήσεων και η μεταφορά των βασικών τους αρμοδιοτήτων στην κεντρική εξουσία σήμαινε και αντίστοιχη αποδυνάμωση των τοπικών εξουσιών, πάνω στις οποίες εδράζονταν μέχρι τότε η πολιτική δύναμη των κοτζαμπάσηδων.

Ακολούθως, οι τρεις τοπικές διοικήσεις (οι Γερουσίες της Πελοποννήσου και Δ. Ελλάδας και ο Αρειος Πάγος της Αν. Ελλάδας) μπήκαν -θεωρητικά τουλάχιστον- κάτω από την εξουσία της κεντρικής κυβέρνησης. Ταυτόχρονα καταργήθηκαν τα αρματολίκια και οι στρατιωτικοί υπάχθηκαν στην Κεντρική Διοίκηση. Στην πράξη ωστόσο το όλο εγχείρημα υπονομεύτηκε ενεργά τόσο από τους προκρίτους όσο και από τους ισχυρούς αρματολούς (με την άρνηση μεταφοράς εξουσιών, τη μη-καταβολή των προσόδων, κλπ.).38

Με αυτό το υπόβαθρο και με ζητούμενο τη λύση των διαμορφούμενων αδιεξόδων και τον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας συνεκλήθη στις 29 Μαρτίου 1823 η Β΄ Εθνοσυνέλευση (του Αστρους). Μεταξύ άλλων, η Β΄ Εθνοσυνέλευση εξουσιοδότησε τη νέα Διοίκηση να συνάψει εξωτερικό δάνειο με υποθήκη τις λεγόμενες «Εθνικές Γαίες», απόφαση ωστόσο που κατέστησε απαγορευτική την αναδιανομή τους στους αγρότες (βασικό αίτημα των επαναστατημένων χωρικών). Το δάνειο που συνάφθηκε αργότερα με την Αγγλία συνέβαλε τα μέγιστα στην έκβαση της αντιπαράθεσης με τους κοτζαμπάσηδες, που σύντομα θα λάμβανε και τη μορφή ένοπλης σύγκρουσης.

Η διαμάχη οδήγησε γρήγορα στη διάσπαση της Διοίκησης και τη δημιουργία δύο χωριστών κυβερνήσεων: της Τρίπολης (κοτζαμπάσηδες – Κολοκοτρώνης) και του Κρανιδίου (Υδραίοι, Μαυροκορδάτος, Κωλέττης και οι κοτζαμπάσηδες Λόντος και Ζαΐμης, οι οποίοι αναγνώριζαν την ανάγκη ύπαρξης συγκεντρωτικού κράτους, επιδιώκοντας πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό). Ωστόσο, δίχως προοπτική άμεσης επικράτησης της μίας ή της άλλη πλευράς, η πρώτη φάση του «εμφυλίου» (α΄ εξάμηνο του 1824) έληξε με συμβιβασμό. Οι «στασιαστές» αμνηστεύτηκαν, αποκλείστηκαν όμως από τα όργανα της κεντρικής διοίκησης.

Βεβαίως, οι προσωρινά ηττημένοι κοτζαμπάσηδες δεν προτίθεντο να καταθέσουν τα όπλα έτσι εύκολα. Οταν στις εκλογές της 3 Οκτωβρίου 1824 δεν κατάφεραν και πάλι να συγκεντρώσουν την πλειοψηφία, άρχισαν να προσανατολίζονται ξανά προς την ένοπλη σύγκρουση, κάτι που επιδίωκε εξίσου και η άλλη πλευρά ώστε να λύσει οριστικά το ζήτημα της μορφής άσκησης της εξουσίας.

Η αφορμή δόθηκε με τη μη-αναγνώριση του δικαιώματος της κεντρικής Διοίκησης να εισπράττει τους φόρους στην επαρχεία της Αρκαδίας. Εκείνη, με τη σειρά της χαρακτήρισε την κίνηση αυτή «ανταρσία», δίνοντας εντολή στον υπουργό Εσωτερικών Γρ. Παπαφλέσσα να την καταστείλει. Ξεκίνησε λοιπόν η δεύτερη φάση του «εμφυλίου», που επικεντρώθηκε κυρίως στην Τρίπολη και έληξε στα τέλη του 1824 με ήττα των κοτζαμπάσηδων και τη φυγή τους εκτός Πελοποννήσου. Το εφοπλιστικό κεφάλαιο, με τη συνδρομή των μισθοδοτούμενων από το εθνικό ταμείο (δηλαδή το δάνειο) ρουμελιώτικων και σουλιώτικων στρατευμάτων, κατάφερε ένα αποφασιστικό πλήγμα στους αντιπάλους του.

Η αποβίβαση όμως του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο το Φλεβάρη του 1825 άλλαξε και πάλι τα δεδομένα. Με πολλούς από τους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες τους στη φυλακή ή την εξορία και έχοντας υποστεί τις λεηλασίες των ρουμελιωτών, οι μωραΐτες δεν παρουσίαζαν μεγάλη διάθεση για αντίσταση. Ετσι στις 18 Μάη η Διοίκηση αναγκάστηκε να χορηγήσει αμνηστία σε όσους είχαν διαπράξει «πολιτικά εγκλήματα».

Τόσο οι ενδοαστικές συγκρούσεις όσο και οι αλλεπάλληλες στρατιωτικές ήττες τα επόμενα χρόνια (1825-1827) ευνόησαν τις δυνάμεις εκείνες που ζητούσαν τον περιορισμό των χρονοβόρων κοινοβουλευτικών διαδικασιών και περισσότερο συγκεντρωτική διακυβέρνηση, στα πρότυπα ενδεχομένως μιας συνταγματικής μοναρχίας.39 Η αδιάκοπη προέλαση του Ιμπραήμ είχε επιφέρει ένα σοβαρό νομιμοποιητικό πλήγμα στη Διοίκηση.

Οδεύοντας προς την Γ΄ Εθνοσυνέλευση (της Τροιζήνας, 1827) το ζήτημα που βρέθηκε στο επίκεντρο της πολιτικής διαπάλης ήταν η αναζήτηση διεξόδου στο τέλμα των στρατιωτικών επιχειρήσεων (κυριαρχία Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, πτώση Μεσολογγίου κλπ.), μέσω της εξασφάλισης κάποιας διεθνούς διαμεσολάβησης-προστασίας ή την εκλογή ξένου Μονάρχη. Στην κατεύθυνση αυτή κινήθηκαν όλες οι πλευρές, ενώ την πρωτοβουλία ανέλαβαν από τα μέσα του 1825 οι «αγγλόφιλοι» με τη λεγόμενη Αίτηση προστασίαςΠράξη υποταγής).

Η προοπτική εκλογής ξένου Μονάρχη προκειμένου «να βεβαιώση την ανεξαρτησίαν και την πολιτικήν ύπαρξιν της πατρίδος», δεν ήταν καινούργια.40 Προσέκρουε βεβαίως στη σθεναρή αντίσταση πολλών εκπροσώπων, πολιτικών και διανοητών, της αστικής τάξης, που έβλεπαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο ως ένα κοινωνικοϊστορικό πισωγύρισμα: «Οποιον έθνος», έγραφε ο Α. Κοραής, «ευρισκόμενον εις τοιαύτην κατάστασιν και χρόνου εποχήν τοιαύτην, διαλέξη άλλο είδος πολιτείας παρά των Αγγλαμερικάνων [δηλαδή το φιλελεύθερο-δημοκρατικό], πράττει το αυτό, ως και να τρέφεται ακόμη με βαλανίδια, μετά την εύρεσιν του άρτου»41. Ο Μαυροκορδάτος από τη μεριά του τόνιζε πως «επειδή είναι αδύνατον να υπάρξωμεν με το καθεστώς σύστημα δια τας αντικρούσεις και αντενέργειας κ’ επειδή το πνεύμα της αντεκδικήσεως εμπορεί να φέρει τον όλεθρο της Ελλάδος», προβαλλόταν η «ανάγκη να μοναρχηθώμεν αλλά συνταγματικώς, δια να εξασφαλησθούν τα δίκαια του Εθνους και να εμποδισθή ο απόλυτος δεσποτισμός»42.

Τελικά η Γ΄ Εθνοσυνέλευση ψήφισε τον Ι. Καποδίστρια ως Κυβερνήτη της Ελλάδος, ενώ διόρισε το Βρετανό στρατηγό R. Church (Ρ. Τσορτς) και το ναύαρχο T. Cochrane (Τ. Κόχραν) ως αρχηγούς του ελληνικού στρατού και στόλου αντίστοιχα. Το νέο Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος στηρίχθηκε κυρίως στο αμερικάνικο του 1787. Ενίσχυε σημαντικά τον αστικοφιλελεύθερο χαρακτήρα του πολιτεύματος, ενώ έπαυε να έχει προσωρινή ισχύ όπως οι προκάτοχοί του, υποδηλώνοντας τη βούληση των επαναστατών για πλήρη ανεξαρτησία (και όχι καθεστώς υποτέλειας). Στο νέο Σύνταγμα κατοχυρώνονταν η λαϊκή κυριαρχία, η ισονομία, η ανεξιθρησκία, καταργούνταν οι τίτλοι ευγενείας, ενώ προβλεπόταν άσυλο για τους κατατρεγμένους (ορίζοντας συγκεκριμένα πως κάθε ένας, «αργυρώνητος ή δούλος, παντός γένους και πάσης θρησκείας, καθώς πατήση το ελληνικόν έδαφος είναι ελεύθερος και από τον δεσπότην αυτού ακαταζήτητος»43.)

Παρ’ όλα αυτά, το καλοκαίρι του 1827, η πορεία της Επανάστασης -από στρατιωτικής άποψης τουλάχιστον- φαινόταν καταδικασμένη. Οι συμμαχικές τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις κυριαρχούσαν σε όλες σχεδόν τις επαναστατημένες επαρχίες της Πελοποννήσου και της Στερεάς. Η πορεία αυτή ανατράπηκε έπειτα από μια σειρά παρεμβάσεις του διεθνούς παράγοντα, τόσο στο στρατιωτικό όσο και το διπλωματικό τομέα. Το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης (1826) και η Συνθήκη του Λονδίνου (1827), η ναυμαχία του Ναβαρίνου (Οκτώβρης 1827), ο ρωσοτουρκικός πόλεμος (1828-1829) και η αποστολή γαλλικού εκστρατευτικού σώματος κατά του Ιμπραήμ στο Μωριά (Ιούλης 1828) υπήρξαν γεγονότα-σταθμοί ενόψει της αναγνώρισης της Ελλάδας ως ανεξάρτητου κράτους (Πρωτόκολλο του Λονδίνου, 3 Φλεβάρη 1930). Βασικός όρος της ανεξαρτησίας των Ελλήνων υπήρξε η μορφή του πολιτεύματος, το οποίο όφειλε να είναι μοναρχικό.

Ο πρέσβης της Ρωσίας (Έλληνας στην καταγωγή) Βούλγαρης τόνιζε σχετικά σε υπόμνημά του: «Η Ελλάς έπρεπε να εισαχθή εις τον όμιλον των ευρωπαϊκών κρατών ουχί ως δημιούργημα της επαναστάσεως, αλλ’ ως προϊόν της καταστολής αυτής […] Αφού δε ούτω εξαλείφετο και απεσβέννυτο και αυτή η μνήμη περί συντάγματος δημαγωγικού ονείρου, και ιδίως του κινδυνώδους συντάγματος της Τροιζήνος, αφού νικηφόρος ετελείτο η ρήξις προς την επανάστασιν δια της φρονήσεως των συμμάχων και του Κυβερνήτου44, αι Δυνάμεις ήθελον καίριον κατενέγκει τραύμα κατά των δημαγωγών64 (βλέπε δημοκρατών-επαναστατών) πάσης χώρας, και αποδείξει εις αυτούς, ότι ουδεμία επανάστασις ηδύνατο να σταθή προ της ομοφροσύνης των ηγεμόνων, και ότι και ενθαρρυνόμεναι έτι και δυναταί αποβαίνουσαι αι στάσεις, ήθελον απαντά όμως ανυπέρβλητον πρόσκομμα την κοινήν των εστεμμένων κεφαλών ενέργειαν, και έτοιμην πάντοτε την διάθεσιν καταστολής αυτών…»45.

Αντιδρώντας στην εγκαθίδρυση απολυταρχικού καθεστώτος ως όρο για την ανεξαρτησία της Ελλάδας, ο Μακρυγιάννης έγραψε μεταξύ άλλων: «Δεν θυμήθη ο Κυβερνήτης [πως] όταν ορκίστη δια εφτά χρόνια, ορκίστη στο Σύνταμα – κι’ αυτός ευτύς το χάλασε… Ρώτησαν τον Κυβερνήτη ‘διατί χάλασες τους νόμους και το Βουλευτικόν;’ Είπε ‘δεν τόθελε η Ευρώπη’. Κι’ αν ήταν ειλικρινής άνθρωπος να έλεγε των Ευρωπαίγων ότι ‘εγώ δεν πάγω εις την Πατρίδα μου να γίνω επίγιορκος, να τους χαλάσω εκείνο όπου απόχτησαν με ποταμούς αίματα».

Η ένοπλη σύγκρουση δεν άργησε και γρήγορα γενικεύτηκε. Συνεχίστηκε δε και μετά τη δολοφονία του Ι. Καποδίστρια στις 9 Οκτώβρη 1831, δίχως όμως μια από τις δύο πλευρές να μπορεί να επικρατήσει οριστικά επί της άλλης: «Το 1832, ειδικά οι τελευταίοι μήνες του, ήταν η χειρότερη περίοδος του πολέμου. Η κεντρική εξουσία είχε αποσυντεθεί σχεδόν ολοκληρωτικά. Οι απλήρωτοι και ανεξέλεγκτοι στρατιώτες προέβαιναν κατά συμμορίες σε λεηλασίες, συμπαρασύροντας πολλές φορές και τους αμάχους των λεηλατούμενων περιοχών που αναζητούσαν εναγωνίως προστασία και ασφάλεια»46.

Υπό αυτές τις συνθήκες, στις 25 Ιανουαρίου 1833 αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο από τη βρετανική φρεγάτα «Μαδαγασκάρη» ο Οθωνας, υποσχόμενος να βάλει τέρμα στην «αναρχία» του παρελθόντος και εγκαθιδρύοντας -σύμφωνα πάντοτε με τους όρους των σχετικών διεθνών συνθηκών- καθεστώς απόλυτης μοναρχίας.47

Φίλες και φίλοι,

Ανεξάρτητα από την εξέλιξη και κατάληξή της, είναι φανερό πως η Επανάσταση του 1821, εκτός από εθνικοαπελευθερωτικό, είχε και ξεκάθαρο κοινωνικό χαρακτήρα. Έτσι, δίπλα στο αίτημα για ελευθερία από τον οθωμανικό ζυγό συνυπήρχαν εξαρχής και οι έννοιες της δημοκρατίας, της ισότητας, της ισονομίας, κ.α. αστικές-φιλελεύθερες ιδέες – γέννημα θρέμμα της Γαλλικής Επανάστασης. Η πάλη για την ελευθερία, ήταν μια πάλη που ταυτίστηκε και συνδυάστηκε ταυτόχρονα με την πάλη κατά της απολυταρχίας και του δεσποτισμού, των παλαιών προνομίων και γενικότερα της παλιάς τάξης πραγμάτων. Πρόκειται για χαρακτηριστικά, αναπόσπαστα στοιχεία της Επανάστασης του 1821, τα οποία με την πάροδο του χρόνου, έσβησαν κυριολεκτικά από την κυρίαρχη ιστοριογραφία. Το γιατί ας μας προβληματίσει όλους και όλες.

Μια ιδέα ωστόσο μπορεί να μας δίνουν τα ίδια τα λόγια του Ρήγα Φεραίου, άγνωστα εν πολλοίς στις μέρες μας: «Οταν η Διοίκησις βιάζη, αθετή, καταφρονή τα δίκαια του λαού και δεν εισακούει τα παράπονά του, το να κάμη τότε ο λαός ή κάθε μέρος του λαού επανάστασιν, να αρπάζη τα άρματα και να τιμωρήση τους τυράννους του, είναι (το) πλέον ιερόν από όλα τα δίκαιά του, και το πλέον απαραίτητο από όλα τα χρέη του (…)» (Ν.Π.Δ.)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Ν. Κασομούλη: «Ενθυμήματα στρατιωτικά», τ. Γ΄, εκδ. «Πάγκειος Επιτροπή», σελ. 625-626.

2. Δ. Βλάμη: «Το ελληνικό εμπόριο και οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι», στο «Ε-Ιστορικά», 6 Φλεβάρη 2003, σελ. 10. Βλέπε επίσης στη συνέχεια «πρόκριτοι-εφοπλιστές των νησιών».

3. Α. Κοραής, στο Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. ΙΧ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ. 551. Στον ίδιο τόνο, ο Δ. Βικέλας τονίζει πως «ο κύριος μοχλός ο ανεγείρας το έθνος εκ του διανοητικού ληθάργου του υπήρξε το εμπόριον, το οποίον εμορφώθη πανταχόθεν και ανεπτύχθη από του 18ου αιώνος […] μετά δε της υλικής ευημερίας και ως πρώτον αυτής επακόλουθον, επέρχεται η διανοητική και ηθική εξέγερσις» (Δ. Βικέλα: «Η Ελλάς προ του ’21», εκδ. «Παρνασσός», 1884, σελ. 18-20).

4. Η ρήση αποδίδεται στον Π. Π. Γερμανό το 1820, στο Gazette de France, 7 Ιούλη 1821 (Κ. Μοσκώφ: «Ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης», εκδ. «Καστανιώτη», 1988, σελ. 95-96). Βλέπε επίσης Μ. Γεδεών: «Εικοσαετής πατριαρχική ιστορία κατόπιν θυέλλης (1791-1811)», εκδ. «Φοίνικος», 1927, σελ. 30-32 και «Ηθική στιχουργία», στο Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. ΙΧ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ. 307-308.

5. Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. ΙΧ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ. 314.

6. Θ. Κολοκοτρώνη: «Διηγήσεις των συμβάντων της Ελληνικής Φυλής», εκδ. «Βιβλιοπωλείο της Εστίας» 1889, σελ. 49.

7. Λ. Βρανούση: «Ρήγας», εκδ. «Αετός», 1953, σελ. 60.

8. Οπως παρατίθεται στο «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», τ. ΙΑ, εκδ. «Εκδοτική Αθηνών», σελ. 450.

9. Ι. Φιλήμωνος: «Δοκίμιον περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», τ. Α, εκδ. «Π. Σούστα και Α. Κτενά», σελ. 3. Ο ίδιος στο «Δοκίμιον περί της Φιλικής Εταιρίας», εκδ. «Θ. Κονταξή και Ν. Πουλάκη», σελ.192, τόνιζε: «Αυτοί και όλοι εν γένει της Ευρώπης οι έμποροι, τότε έλαβον τον μέγαν ενθουσιασμόν και συναμιλλώμενοι τρόπον τινά συνέτρεξαν τεραστίως εις την υπόθεσιν του μέλλοντος πολέμου».

10. Η κοινωνική σύνθεση των 514 μελών της Φ.Ε. για τους οποίους αναφέρονται τα επαγγέλματα είχε ως εξής: 242 έμποροι και 13 γραμματείς εμπόρων, 12 πλοίαρχοι, 16 γιατροί και 3 φαρμακοποιοί, 10 δάσκαλοι, 6 λόγιοι και 5 νομικοί, 9 ανώτεροι και 15 κατώτεροι κληρικοί, 27 ναυτικοί και 41 οπλαρχηγοί (Ι. Φιλήμωνος: «Δοκίμιον περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», τ. Α΄, Παράρτημα, εκδ. «Π. Σούστα και Α. Κτενά»).

11. Επαναστατική συνωμοτική οργάνωση με εθνικοαπελευθερωτικό και αστικοδημοκρατικό πρόγραμμα που έδρασε στις αρχές του 19ου αιώνα στην Ιταλία.

12. Α. Γούδας και Εμ. Ξάνθος αντίστοιχα, στο Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ. 57-58.

13. Π.χ. αυτοαπασχολούμενοι, τεχνίτες κ.ά. Α. Φραντζής: «Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος», 1839, τ. Α, σελ. 79-81.

14. Τόσο ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Ν. Σούτσος, όσο και ο ντόπιος οπλαρχηγός Θ. Βλαντιμηρέσκου είχαν μυηθεί στη Φ.Ε. Η Επανάσταση στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες κατέληξε με ήττα των επαναστατών τον Ιούνη του 1821. Αυτό οφειλόταν τόσο στις υπέρμετρες οθωμανικές δυνάμεις (που κινητοποιήθηκαν με την άδεια της Ρωσίας), όσο και στην αντίδραση της ντόπιας ολιγαρχίας και της Εκκλησίας (βλέπε αφορισμός της Επανάστασης από το Πατριαρχείο).

15. Οπως τόνισε και ο Β. Ι. Λένιν, συγκρίνοντας τη γαλλική προεπαναστατική-φεουδαρχική μοναρχία με τη μοναρχία των Βουρβόνων της παλινόρθωσης, «η παλινόρθωση ήταν ένα βήμα στο δρόμο της μετατροπής της σε αστική μοναρχία». Παρατίθεται στο Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τ. ΣΤ1, σελ. 210.

16. Ολο το μεταφρασμένο κείμενο στο Κ. Νικολαΐδη: «Ιστορία του Ελληνισμού», εκδ. «Ελευθερουδάκης», 1923, σελ. 315-319.

17. Οπως ο στρατηγός Ροζαρόλα, ο συνταγματάρχης Ταρέλλα και ο επαναστάτης «δικτάτορας» του Πεδεμοντίου Σ. Σανταρόζα, ο οποίος έπεσε στη μάχη της Σφακτηρίας κατά του Ιμπραήμ.

18. Η «Ιστορία των Ελλήνων» (τ.11, εκδ. «Δομή», σελ. 11) κάνει λόγο για 1.200 Ευρωπαίους εθελοντές (342 Γερμανούς, 196 Γάλλους, 137 Ιταλούς, 99 Αγγλους, 35 Ελβετούς, 30 Πολωνούς, 17 Ολλανδούς και Βέλγους, 16 Αμερικάνους, 9 Ούγγρους, 9 Σουηδούς, 9 Ισπανούς και 8 Δανούς). Ορισμένοι εξ αυτών ήταν τυχοδιώκτες ή οπαδοί της κλασσικής Ελλάδας. Οι περισσότεροι όμως εντάχθηκαν στον αγώνα με ιδεολογικά-πολιτικά κριτήρια. Ο Γ. Κορδάτος αναφέρει επίσης πολλούς Σέρβους, Μαυροβούνιους και Βούλγαρους (που ξεπερνούσαν, σύμφωνα με πηγές, σε αριθμό τους Ευρωπαίους). Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ.330-333.

19. Η Ρωσία είχε συμφέρον και κατά κανόνα επιδίωκε την κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας. Ωστόσο δεν ίσχυε το ίδιο για τις άλλες «Μεγάλες Δυνάμεις» και κυρίως τη Μ. Βρετανία.

20. Από την «Αδελφική Διδασκαλία» του Α. Κοραή, όπως παρατίθεται στο Στ. Παπαγεωργίου: «Από το Γένος στο Εθνος: Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους, 1821-1862», εκδ. «Παπαζήση», 2005, σελ. 75.

21. Ι. Φιλήμωνος: «Δοκίμιον περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», τ. Β, εκδ. «Π. Σούστα και Α. Κτενά», σελ. 315-317.

22. «Ο Πατριάρχης […] εξέδωκεν αφορισμόν καθ’ όλων των χριστιανών, όσοι λάβωσιν όπλα ανά χείρας εναντίον της Τουρκικής Δυναστείας. Τον δ’ αφορισμόν διέταξε να εκφωνήσωσι άπασαι αι Εκκλησίαι Κων/λεως, Βουλγαρίας, Σερβίας, Μαυροβουνίου, Βλαχομπογδανίας και απάσης της Ελλάδος. Τούτου δε διαταχθέντος, συνέβησαν πολλαί κατακραυγαί κατά του Πατριάρχου […] Επομένως η του αφορισμού είδησις έφθασεν εις τον στρατόν του Υψηλάντου και παρευθύς ενεκρώθη ο ζήλος του πολέμου καθ’ όλον το στρατόπεδον […] απωλεσάντων πάσαν στρατιωτικήν πειθαρχείαν, απελπισθέντων, τραπέντων εις ληστείας και εις φυγήν. Ταύτα συνέβησαν ένεκα του αποτρόπαιου εκείνου αφορισμού, εξ ου εκινδύνευσε σύμπαν το έθνος». (Π. Καλεβρά: «Η εν Ελλάδι πολυκέφαλος Πολιτική Λερναία Υδρα», 1866, σελ. 11).

23. Δ. Κόκκινου: «Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, 1800-1945», εκδ. «Μέλισσα», 1970, σελ. 447. Βλέπε επίσης Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ. 253, 261-270 και Κ. Κριτοβουλίδη: «Απομνημονεύματα του περί αυτονομίας της Ελλάδος πολέμου των Κρητών», εκδ. «Τυπογραφείο Αθήνας», 1868, σελ. 40.

24. Αναφέρει ο Φίνλεϊ: «Οπου η κυβέρνηση δεν δείχνει σεβασμό στη δικαιοσύνη, οι εκτός νόμου συχνά βρίσκουν υποστήριξη στις κατώτερες τάξεις του λαού, σα μέσον που διασφαλίζει την εκδίκηση ή επανορθώνει τα αφόρητα κοινωνικά κακά. Μια ζωή ανεξάρτητη, κι’ όταν ακόμα λεκιάζεται από το έγκλημα, πάντοτε διαχύνει κάποια γοητεία στα πνεύματα των καταπιεζομένων». (Γ. Φίνλεϊ: «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», εκδ. «Κόσμος», 1954, τ. Α, σελ. 44).

25. «Ολίγον δε πρότερον τω 1806, ότε η Πύλη ηγωνίζετο να καταστείλη την εν Πελοποννήσω έξαψιν των πνευμάτων, ο Πατριάρχης εκδίδει σφοδράν εγκύκλιον προς πάντας τους μητροπολίτας της Πελοποννήσου συνιστών τυφλήν υποταγήν εις τον σουλτάνον. Τότε εγένετο εν Τριπόλει σύσκεψις προκρίτων και αρχιερέων, εν η απεφασίσθη να διατρανωθή η προς τον σουλτάνον πίστις αυτών, καταδιωκομένων, μέχρις εξοντώσεως των οπλαρχηγών». (Π. Πιπινέλη: «Πολιτική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», εκδ. «Αγών», 1927).

26. Ο Ν. Σβορώνος αναφέρει πως στα τάγματα των «Ακροβολιστών της Ανατολής» και της «Αλβανικής Ταξιαρχίας» που συγκροτήθηκαν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας της Αιγύπτου, «υπηρέτησαν οι περισσότεροι από τους ήρωες της Ανεξαρτησίας…Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες της επανάστασης εισχωρούν…στους κλέφτες και τους αρματολούς που βρίσκονται στην υπηρεσία του Ναπολέοντα». (Ν. Σβορώνου: «Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας», εκδ. «Θεμέλιο», 1994, σελ. 61, 62).

27. Οπως ο περιβόητος Νενέκος κ.ά. Βλέπε Τ. Σταματόπουλου: «Ο μεγάλος κίνδυνος του 1821 – Το προσκύνημα στο Μωριά», 1953. Τότε ο Θ. Κολοκοτρώνης έριξε το γνωστό σύνθημα «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους».

28. Δ. Φωτιάδης: «Καραϊσκάκης», εκδ. «Εταιρεία Λογοτεχνικών Εκδόσεων», 1956, σελ. 88. Βλέπε επίσης Ανώνυμου του Ελληνος: «Ελληνική Νομαρχία», σελ. 99.

29. Κ. Δεληγιάννη: «Απομνημονεύματα», εκδ. «Τσουκαλά», 1957, σελ. 112.

30. Α. Φραντζή: «Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος», τ. Α, σελ. 92-93.

31. Χρ. Περραιβού: «Απαντα. Απομνημονεύματα Πολεμικά», 1956, εκδ. «Σεφερλής», σελ. 21.

32. Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ. 184.

33. Και όχι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός με τους προκρίτους στη Μονή της Αγίας Λαύρας, γεγονός όχι απλά αναληθές, αλλά παντελώς φανταστικό που κατασκευάστηκε αργότερα ως «εθνικός» μύθος. Βλέπε Παλαιών Πατρών Γερμανού: «Απομνημονεύματα περί της Επαναστάσεως της Ελλάδος από το 1820 έως το 1823», 1837, σελ. 85.

34. Οταν δε «είδαν πως μεγάλωσε η επιρροή του Καρατζά», οι Πατρινοί κοτζαμπάσηδες «έβαλαν ανθρώπους τους και τον σκότωσαν». (Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ. 189. Βλέπε επίσης Ι. Φιλήμωνος: «Δοκίμιον περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», τ. Γ, εκδ. «Π. Σούστα και Α. Κτενά», σελ. 19.

35. Η Επανάσταση στη Θεσσαλία-Μαγνησία, που ξεκίνησαν ο Α. Γαζής, ο βιοτέχνης Χατζή-Ρήγας κ.ά. Φιλικοί (μεταξύ τους και πολλοί αρματολοί), πνίγηκε στο αίμα από τις υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις, με την αμέριστη συνεργία των προκρίτων και του ανώτερου κλήρου («Αρχείο Κουντουριώτη», τ.Α., 11-12, Γ. Κορδάτο: «Η Επανάσταση της Θετταλομαγνησίας στο 1821», εκδ. «Επικαιρότητα»). Ιδια κατάσταση και στην Κρήτη («Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας», τ. Α, 1857, σελ. 505-532). «Ατυχή» κατάληξη είχαν οι αντίστοιχες προσπάθειες του Φιλικού τραπεζίτη Εμ. Παπά στη Μακεδονία (για τη «στυγερή και άτιμη» στάση των Αγιορειτών βλ. Δ. Κόκκινου: «Ελληνική Επανάστασις», τ. Β, εκδ. «Μέλισσα, σελ. 437). Σφοδρότατες ήταν επίσης οι συγκρούσεις στη Χίο, απ’ όπου πολλοί έμποροι ήταν μυημένοι στη Φ.Ε., ενώ στρατιωτικός ηγέτης των επαναστατών είχε τεθεί ο Χ. Α. Μπουρνιάς, πρώην αξιωματικός του Ναπολέοντα και φανατικός δημοκράτης («Χιακόν Αρχείον», σελ. 336, 419, 451-453 κ.α.). Στην Κάλυμνο οι επαναστάτες κατέλυσαν τα προνόμια των προκρίτων, στήνοντας δημοκρατική διοίκηση. Οι τελευταίοι όμως κατάφεραν τελικά να επικρατήσουν, εκδιώκοντας τους ηγέτες της επανάστασης από το νησί. Εκείνοι θα επιστρέψουν συνοδεία του ελληνικού στόλου το 1824. (Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ. 296-298).

36. «Ποτάμι ο λαός με ντουφεκιές και ξεφωνητά, όρμησε στο κατάλυμα του Μαυρομιχάλη, όπου συνεδρίαζαν οι περισσότεροι από τους κοτζαμπάσηδες, να τους βάλει μαχαίρι. Και στ’ αυτιά τους άξαφνα καθάριζε καλά τώρα η βουή του λαού: – Θάνατος στους τυράννους! -Θάνατος στους Κοτζαμπάσηδες» (Σπ. Μελά: «Ο Γέρος του Μωριά», τ. Α, εκδ. «Σαλίβερος», 1931, σελ. 394). Για να καθησυχάσει τα πνεύματα, ο Θ. Κολοκοτρώνης, τους είπε μεταξύ άλλων: «Αν σκοτώσουμε τους προεστούς τι θα μας πούνε τότες; … Θα μας πούνε καρμπουνάρους, ρέμπελους κι’ ακατάστατους και κανένας δε θα μας βοηθήσει». (Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ. 209).

37. Εκτοτε η θέση και ο ρόλος του Δ. Υψηλάντη υπονομευόταν και περιοριζόταν συνεχώς.

38. Στο επίκεντρο των δυνάμεων αυτών βρίσκονταν η Πελοποννησιακή Γερουσία, ο Θ. Κολοκοτρώνης (που μετά την απελευθέρωση του Ναυπλίου αρνήθηκε να το παραδώσει στη κεντρική Διοίκηση) και ο αρματολός Ο. Ανδρούτσος (που ουσιαστικά είχε καταλύσει την εξουσία της Διοίκησης στην Αττική).

39. «Οθεν, ας σπεύσουν να καταργήσουν την προκαταρτικήν αιτίαν της δυστυχίας όλου του έθνους, δηλαδή τούτο το απροσάρμοστον πολίτευμα. Εχουν ακόμα καιρόν να σκεφθούν και να ζητήσουν άλλο είδος Διοικήσεως […] τι ωφελεί η δημοκρατία εις το έθνος, μ’ όλον οπού είναι η γλυκυτέρα των λοιπών Διοικήσεων; […] Κατ’ εμήν γνώμην, δεν βλέπω ειμή ένα Μονάρχην Συνταγματικόν». («Αρχείον Ρώμα», στο Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ. 427).

40. Γράμμα του μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιου στο Μαυροκορδάτο, 23 Αυγούστου 1823. Στο ίδιο καταφέρονταν κατά των δημοκρατικών θεσμών, τονίζοντας πως «οι Αρειοι Πάγοι και αι άλλαι τοιαύται λέξεις των λογιοτάτων μας έβλαψαν τόσον τα πράγματά μας, όσον δεν ήθελον βλάψει όλαι αι άλλαι συκοφαντίαι των ξένων». (Π. Κοντογιάννη: «Ιστορικά έγγραφα αναφερόμενα εις την Ελληνικήν Επανάστασιν», εκδ. «Ι. Ν. Σιδέρη», 1927, σελ. 178.

41. Α. Κοραής, 12 Φλεβάρη 1825, στο «Αρχείον Χειρογράφων Εθνικής Βιβλιοθήκης», Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, εκδ. «20ός αιώνας», 1957, σελ. 525-530.

42. Ν. Σπηλιάδη: «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», τ. Β, εκδ. «Χ. Νικολαΐδης Φιλαδελφίως»,σελ. 348-349.

43. «Αργυρώνητος ή δούλος, παντός γένους και πάσης θρησκείας, καθώς πατήση το ελληνικόν έδαφος είναι ελεύθερος και από τον δεσπότην αυτού ακαταζήτητος». (Βλέπε «Ιστορία των Ελλήνων», τ.11, εκδ. «Δομή», σελ. 593-595 και Στ. Παπαγεωργίου: «Από το Γένος στο Εθνος: Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους, 1821-1862», εκδ. «Παπαζήση», 2005, σελ. 168-170.

44. Σημ. ΚΟΜΕΠ: του Καποδίστρια.

45. Μέντελσων – Μπαρτόλντυ: «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», τ. Β, σελ. 164.

46. «Ιστορία των Ελλήνων», τ.12, εκδ. «Δομή», σελ. 93.

47. Βεβαίως τα επόμενα χρόνια η Οθωνική διοίκηση περιέλαβε τους κύριους εκπροσώπους του αστικού κόσμου σε διάφορα όργανα εξουσίας (στο Ανακτοβούλιο π.χ. διετέλεσαν πρόεδροι οι Σπυρίδων Τρικούπης, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Ιωάννης Κωλέττης και Αντώνιος Κριεζής), ενώ το 1843 υποχρεώθηκε -με κίνημα- στην αποδοχή Συντάγματος και την εισαγωγή κοινοβουλευτικών θεσμών.