Χωρίς προσεισμικό έλεγχο τα μισά σχολεία της χώρας!

Το σχολείο στη Λέσβο που κατέρρευσε το καλοκαίρι του 2017, από το σεισμό των 6,3 Ρίχτερ, είχε ελεγχθεί πριν το 2011 και είχε κριθεί ότι πρέπει να γίνουν άμεσα παρεμβάσεις. Ωστόσο, δεν έγινε απολύτως τίποτα…
Χωρίς κανέναν προσεισμικό έλεγχο παραμένει το 55% των σχολείων της χώρας! Το στοιχείο αυτό βέβαια δεν είναι το μοναδικό που αποκαλύπτει το μέγεθος του προβλήματος, σχετικά με την αντισεισμική θωράκιση σε μια χώρα που είναι η 6η πιο σεισμογενής χώρα στον κόσμο. Πιο συγκεκριμένα, συνολικά έχουν ελεγχθεί μέχρι σήμερα μόλις 15.000 από τα 87.000 δημόσια κτίρια, κτίρια δηλαδή που γίνονται μαζικές συναθροίσεις όπως: Σχολεία, νοσοκομεία, δικαστήρια, κτίρια δημόσιων υπηρεσιών, χώροι άθλησης, στάδια.

 

Και όλα αυτά συμβαίνουν σε μία χώρα όπως η Ελλάδα, που είναι η 6η πιο σεισμογενής χώρα του κόσμου και που η αντισεισμική θωράκιση και προστασία, μέρος των οποίων είναι οι προσεισμικοί έλεγχοι, θα έπρεπε να έχουν ολοκληρωθεί και να έχουν γίνει οι απαραίτητες παρεμβάσεις με ευθύνη του κράτους. Αξίζει να σημειώσουμε πως υπάρχουν εκτιμήσεις που αναφέρουν ότι το 50% των νοσοκομείων της χώρας είναι χωρίς προσεισμικό έλεγχο και μάλιστα χρειάζονται άμεσα παρεμβάσεις.

Πολύ πρόσφατα στη χώρα μας εκδηλώθηκε μια σεισμική έξαρση, με αφορμή την οποία τα φώτα της δημοσιότητας στράφηκαν στα ίδια και τα ίδια. Το εάν θα ενεργοποιηθούν άλλα ρήγματα, το εάν ήταν ο κύριος σεισμός, το εάν θα γίνει κάποιος μεγαλύτερος κ.λπ. Ομως, η ουσία του ζητήματος βρίσκεται αλλού…

Η περίπτωση των σχολείων

Παράδειγμα της κατάστασης που επικρατεί στο θέμα του προσεισμικού ελέγχου δημόσιων κτιρίων είναι τα σχολικά συγκροτήματα. Το σχετικό πρόγραμμα που είχε ξεκινήσει το 2004, διακόπηκε το 2011 λόγω της κατάργησης του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων και των απολύσεων των συμβασιούχων, που αποτελούσαν μνημονιακές δεσμεύσεις.

Την ίδια χρονιά, κόπηκε το 60% του προγράμματος δημόσιων επενδύσεων του ΟΣΚ και δεν εκταμιεύτηκαν 2,5 εκατ. ευρώ για τη δεύτερη φάση των ελέγχων. Ο πρωτοβάθμιος αντισεισμικός έλεγχος που έγινε σε σχολεία, ξεκίνησε το 2004 και είχε χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης των εργασιών μέχρι τον Απρίλη του 2006. Στη συνέχεια, είχε προγραμματιστεί ο έλεγχος στα κτίσματα μεταξύ 1959 – 1985. Η πρώτη φάση (2004 – 2006) ολοκληρώθηκε το 2009. Για τη δεύτερη, δηλαδή για τα υπόλοιπα σχολικά κτίρια που λόγω παλαιότητας ενδέχεται να αντιμετωπίζουν σοβαρότερα προβλήματα και που αποτελούν το 55% του συνολικού αριθμού των σχολείων της χώρας, δεν ξεκίνησε ποτέ! Ετσι, από το 2011 έως τις αρχές του 2017 δεν πραγματοποιήθηκαν καθόλου προσεισμικοί έλεγχοι σχολείων στην 6η σε σεισμικότητα χώρα της Γης.

Ομως, ακόμα και σε περιπτώσεις που έγιναν έλεγχοι και εντοπίστηκαν προβλήματα, παρά τις επισημάνσεις, δεν έγιναν όσα έπρεπε. Πιο συγκεκριμένα, οι έλεγχοι που έγιναν πριν το 2011 ήταν σε 6.583 στατικά ανεξάρτητα κτίρια, στα οποία στεγάζονται 5.114 σχολικές μονάδες. Εντοπίστηκαν 539 μονάδες οι οποίες κρίθηκε πως χρειάζονται άμεσες παρεμβάσεις. Τότε, ο ΟΣΚ είχε ενημερώσει σχετικά δήμους και νομαρχίες. Ανάμεσα στα σχολεία ήταν και αυτό του χωριού Βρίσα στη Λέσβο,που κατέρρευσε στο σεισμό των 6,3 Ρίχτερ τον Ιούνη του 2017! Οι αρμόδιες αρχές δεν έκαναν τίποτα. Στο ολοήμερο τμήμα του Δημοτικού Σχολείου της Βρίσας, λοιπόν, στις 3.28 μετά το μεσημέρι, ώρα που σημειώθηκε ο καταστροφικός σεισμός, είχαν μείνει δυο παιδιά, αφού τα υπόλοιπα είχαν αποχωρήσει. Τα δίδυμα αγόρια σώθηκαν χάρη στην ψυχραιμία της δασκάλας τους, αλλά και τη γνώση που τα ίδια τα παιδιά είχαν, αφού μόλις πριν μια βδομάδα είχαν παρακολουθήσει πρόγραμμα προσομοίωσης σεισμών στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, στο Σίγρι.

Πώς αποδυνάμωσαν τις «Κτιριακές Υποδομές»

Οι «Κτιριακές Υποδομές ΑΕ», που έχουν αναλάβει τον προσεισμικό έλεγχο των σχολείων, ξεκίνησαν από το Μάρτη του 2017 τους σχετικούς ελέγχους μετά την επαναπρόσληψη συμβασιούχων υπαλλήλων. Η επαναπρόσληψη είχε γίνει μετά από σχετική νομοθετική ρύθμιση που είχε καταθέσει το ΚΚΕ στη Βουλή. Ετσι, Μάρτη 2017 – Γενάρη 2018 πραγματοποιήθηκαν 78 αυτοψίες σε σχολεία της Θεσσαλίας και της Κεντρικής Μακεδονίας, όπως και άλλες 60 στην Αττική. Το πρόγραμμα ελέγχων θα συνεχιστεί και στη Δυτική Ελλάδα. Συνολικά θα γίνουν 1.700 έλεγχοι σε σχολεία που έχουν κτιστεί με βάση τον αντισεισμικό κανονισμό του 1959 και ανήκουν σε ζώνη επικινδυνότητας Ζ 2.

Ομως, με την αποδυνάμωση του φορέα σε τεχνικό προσωπικό, μετά από τις 150 πρόσφατες ενδοϋπουργικές μετατάξεις που έγιναν υπό το φόβο των απολύσεων λίγο πριν την απένταξη από το υπερταμείο ιδιωτικοποιήσεων, αναμένεται να γίνει δυσχερής, πάλι, η διενέργεια των προσεισμικών ελέγχων. Αποτέλεσμά τους είναι η δημιουργία από τη μία μέρα στην άλλη δυσαναπλήρωτων κενών σε τεχνικό προσωπικό, ιδιαίτερα στους κρίσιμους τομείς των μελετών, των κατασκευών, της απόκτησης γης, των προσεισμικών και μετασεισμικών ελέγχων και παρεμβάσεων.

Χαρακτηριστικό είναι ότι μετατάχθηκε η πλειοψηφία των ομάδων προσεισμικού ελέγχου, όλη η ομάδα στατικών, δεκάδες μελετητές και άλλες αναγκαίες ειδικότητες για την εύρυθμη λειτουργία του φορέα. Ενδεικτικά, από τους 57 πολιτικούς μηχανικούς έμειναν 27, από τους 48 αρχιτέκτονες έμειναν 27 και ανάλογη είναι η κατάσταση με τις άλλες τεχνικές ειδικότητες. Εξίσου ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι όσοι μετατάχθηκαν διασκορπίστηκαν σε κάθε λογής υπηρεσίες και φορείς του υπουργείου Υποδομών, αντί να ενισχύσουν τη Διεύθυνση Κτιριακών Υποδομών του υπουργείου, προκειμένου να αξιοποιηθεί η εμπειρία και η τεχνογνωσία τους σε σχολεία, νοσοκομεία, δικαστήρια και άλλα δημόσια κτίρια. Συνολικά η αναλογία τεχνικών σε σχέση με τις άλλες ειδικότητες είναι πλέον 50-50, ενώ προ των μετατάξεων ήταν περίπου 70-30. Επιπλέον, σήμερα η κυβέρνηση στοχεύει να εμπλέξει τη συντήρηση και την επισκευή των σχολείων στο «πακέτο Γιούνκερ», με βάση το οποίο, για να γίνει ένταξη σε ΣΔΙΤ συντήρησης – επισκευής ομάδων σχολείων, πρέπει να γίνει πλήρης επικαιροποιημένος φάκελος κάθε σχολείου, για να γνωρίζουν ο κατασκευαστικός όμιλος και οι τράπεζες την πραγματική γενική κατάσταση και να κοστολογήσουν με ακρίβεια την εμπλοκή και το κέρδος στο ΣΔΙΤ.

Πάνω από τα μισά σχολεία «στον αέρα»

Χαρακτηριστικό της σοβαρότητας του προσεισμικού ελέγχου των σχολείων είναι πως από τα 24.000 σχολικά κτίρια πανελλαδικά που στεγάζονται σε 14.000 σχολικές μονάδες, τα 6.000 (4.500 Σ.Μ.) δηλαδή το 25%, είναι κτισμένα πριν το 1959, 7.000 (4.000 Σ.Μ.) δηλαδή το 29,1%, είναι πριν το 1985 και 11.000 (5.500 Σ.Μ.) δηλαδή το 45,9%, είναι μετά το 1985. Με δύο λόγια, περισσότερα από τα μισά σχολικά κτίρια της χώρας είναι 25ετίας και πάνω και χρειάζονται σημαντικές ενισχύσεις και σταδιακά μεταστέγαση σε νέα σχολικά κτίρια. Παρ” όλα αυτά, οι κυβερνήσεις και τα συναρμόδια υπουργεία όχι μόνο δεν προχώρησαν σε ολοκλήρωση των ελέγχων και στις απαραίτητες παρεμβάσεις, όχι μόνο δεν επιτάχυναν το πρόγραμμα κατασκευής νέων σχολείων, αλλά, επιπλέον, με την ψήφιση του «Καλλικράτη» και τη μεταφορά της αρμοδιότητας στους δήμους, αλλά και τη δραστική περικοπή των κονδυλίων από τον προϋπολογισμό, οδήγησαν και οδηγούν σε οριστική απαξίωση τη δημόσια σχολική στέγη.

Εξάλλου, το θέμα της αντισεισμικής προστασίας και όσον αφορά στα σχολικά κτίρια απαιτεί πολιτικές που θα βάζουν στο επίκεντρο την ασφάλεια και τις σύγχρονες ανάγκες της λαϊκής οικογένειας και όχι τα μεγάλα συμφέροντα. Ακόμα και τα σχολικά κτίρια που χτίζονται σήμερα, ιδιαίτερα στο Λεκανοπέδιο, δεν τηρούν ορισμένες βασικές προδιαγραφές και κανόνες που αφορούν και την αντισεισμική προστασία. Τα περισσότερα από αυτά έχουν μικρούς έως ανύπαρκτους αύλειους χώρους, ενώ σε πολλά από αυτά πριν καλά – καλά λειτουργήσουν, γίνονται παρεμβάσεις που επιδεινώνουν παραπέρα την κατάσταση (προσθήκες αιθουσών στον αύλειο χώρο, χωρισμούς αιθουσών με γυψοσανίδες, κάγκελα παντού κ.λπ.).

Αυτή η απαράδεκτη κατάσταση έχει επιδεινωθεί και από τις γενικευμένες συγχωνεύσεις σχολείων, που στοχεύουν στην παραπέρα υποβάθμιση και εμπορευματοποίηση της Παιδείας γενικότερα και οδηγούν στο στοίβαγμα διπλάσιου πολλές φορές αριθμού μαθητών σε σχολικά κτίρια που δεν πληρούν στοιχειώδεις προδιαγραφές, τόσο σε σχολικές αίθουσες όσο και σε κοινόχρηστους χώρους (αυλή, διάδρομοι κ.λπ.).

Βασικές προτεραιότητες

Απαιτείται ένας ενιαίος κρατικός κατασκευαστικός φορέας. Να σταματήσει κάθε διαδικασία εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης του δημόσιου σχολικού κτιρίου (ΣΔΙΤ, προγραμματικές συμβάσεις, αναθέσεις) και να δοθούν τα αναγκαία κονδύλια από τον κρατικό προϋπολογισμό. Αυτή η κατάσταση μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με μία άλλη πολιτική, που βάζοντας στο επίκεντρο τις ανάγκες και την ασφάλεια των εργαζομένων και των οικογενειών τους, θα θέσει ως πρώτες προτεραιότητες:

  • Αυστηρή τήρηση των προδιαγραφών για την κατασκευή σχολικών κτιρίων και απαγόρευση κάθε παρέμβασης, κατασκευαστικής ή άλλης.
  • Θεσμοθέτηση νέου πιο σύγχρονου αντισεισμικού κανονισμού που να λαμβάνει υπόψη τις πλέον σύγχρονες μεθόδους και τα υλικά, αλλά και τις ιδιαιτερότητες χώρων όπως τα σχολικά κτίρια.
  • Παραπέρα βελτίωση των προδιαγραφών για τα υλικά εξοπλισμού των σχολείων, ώστε να είναι ακόμα πιο ασφαλή (θρανία, γραφεία, καθίσματα, πίνακες κ.λπ.). Ιδιαίτερη μέριμνα απαιτείται και στην τοποθέτηση αυτών των υλικών στα σχολεία, ώστε να μην εγκυμονούν κινδύνους σε περίπτωση σεισμού και όχι μόνο (σταθεροποίηση πινάκων, βιβλιοθηκών κ.λπ.).
  • Ολα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την αναγκαία προετοιμασία, εκπαίδευση και εξάσκηση μαθητών, εκπαιδευτικών και γονιών, για την προστασία και διαφυγή τους σε περίπτωση σεισμού, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για ένα αξιόπιστο σύστημα αντισεισμικής προστασίας.
  • Τον ταχύτατο έλεγχο όλων των σχολικών κτιρίων, την άμεση εκκένωση όσων είναι επικίνδυνα και τις απαραίτητες παρεμβάσεις σε όλα όσα αντιμετωπίζουν προβλήματα, είτε λόγω ζημιών από σεισμούς, είτε λόγω παλαιότητας, είτε λόγω επεμβάσεων (προσθήκες αιθουσών, χωρίσματα, άλλες αυθαιρεσίες όπως λαμαρίνες, κάγκελα κ.λπ.).
  • Αντίσταση στην πολιτική των συγχωνεύσεων σχολείων που, μεταξύ των άλλων, επιδεινώνουν δραματικά τόσο τις συνθήκες εκπαίδευσης όσο και τις συνθήκες προστασίας και διαφυγής σε περίπτωση σεισμού.
  • Πρόγραμμα κατά προτεραιότητα, για άμεση απόκτηση κατάλληλων οικοπέδων για σχολικά κτίρια, ιδιαίτερα σε περιοχές όπως η Αττική ή η Θεσσαλονίκη.