Ανασκόπηση των πεπραγμένων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ την τελευταία τριετία σε Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπ/ση – από ΑΣΕ

Στα τρία χρόνια διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ έχει κυλήσει πολύ νερό στ” αυλάκι και στο χώρο της Παιδείας. Μπορούν από τα μέχρι τώρα πεπραγμένα της κυβέρνησης να βγουν ασφαλή συμπεράσματα και για την πορεία της στο μέλλον. Αξίζει, λοιπόν, να σταθούμε και να θυμηθούμε μια σειρά κυβερνητικές ρυθμίσεις αυτών των τριών τελευταίων χρόνων, ειδικά στο χώρο της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, που συνδιαμορφώνουν το – σίγουρα όχι ρόδινο – τοπίο των σχολείων.

Αρχικά πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ συνέχισε να ξεδιπλώνει την πολιτική της στην Παιδεία, πιάνοντας το νήμα από τις προηγούμενες κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ και ακολουθώντας τη χαραγμένη ρότα πάνω στη στρατηγική της ΕΕ και τις κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ. Τον ΟΟΣΑ, μάλιστα, τον αναγόρευσε επισήμως σε «συμβουλάτορα» στα ζητήματα της Παιδείας (!) και αναμένεται (βάσει και μνημονιακών δεσμεύσεων) η νέα έκθεσή του για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, που θα αποτελέσει τη βάση για μελλοντικές μεταρρυθμίσεις. Παράλληλα, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ήταν η πρώτη απ” όλες τις κυβερνήσεις την περίοδο της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης που ενέταξε και τα θέματα της Παιδείας μέσα στο μνημόνιο, αναλαμβάνοντας συγκεκριμένες δεσμεύσεις για επιτάχυνση των αναδιαρθρώσεων.

Σε αυτό το φόντο συνεχίζεται στο χώρο της Εκπαίδευσης η υποχρηματοδότηση (π.χ. η χρηματοδότηση των Σχολικών Επιτροπών που μειώθηκε στο μισό στα χρόνια της κρίσης, παραμένει καθηλωμένη ακριβώς στα ίδια επίπεδα), συνεχίζουν οι γονείς να βάζουν διαρκώς το χέρι στην τσέπη για να συμπληρώνουν τις ελλείψεις στην Εκπαίδευση, συνεχίζει να βασιλεύει η παραπαιδεία και, τελικά, η τσέπη των γονιών να καθορίζει τη μόρφωση των παιδιών.

Δραστική μείωση των εκπαιδευτικών στα σχολεία

 

Μια από τις καθοριστικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης αρχικά στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και κατόπιν στη Δευτεροβάθμια ήταν η δραστική μείωση των εκπαιδευτικών. Θυμίζουμε ότι το 2015 ήταν μια χρονιά με τεράστιες ελλείψεις εκπαιδευτικών στα σχολεία, με χιλιάδες κενά εκπαιδευτικών που καλύφθηκαν πολλούς μήνες μετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Αυτή η εικόνα επαναλήφθηκε το 2016, όμως η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, έχοντας εντοπίσει το πρόβλημα, βρήκε τρόπο να… κρύψει τα κενά κάτω από το χαλί! Από την άνοιξη του 2016, με υπουργικές αποφάσεις και άλλες νομοθετικές ρυθμίσεις, η κυβέρνηση μείωσε ώρες και μαθήματα από το ωρολόγιο πρόγραμμα της πλειοψηφίας των σχολείων των αστικών κέντρων, με αποτέλεσμα να χρειάζεται πολύ λιγότερους εκπαιδευτικούς ειδικοτήτων στα δημοτικά σχολεία. Ο τότε υπουργός Παιδείας, Ν. Φίλης, είχε επιχειρήσει να «ντύσει» με παιδαγωγικό περιεχόμενο αυτές τις ρυθμίσεις, λέγοντας ότι φτιάχνει ένα ενιαίου τύπου Ολοήμερο Δημοτικό Σχολείο. Όμως, ενιαίο δεν είναι το σχολείο που τα μαθήματα καθορίζονται από όποιες ώρες περισσεύουν. Ενιαίο και σύγχρονο δεν είναι το σχολείο όπου οι δάσκαλοι για να συμπληρώσουν ωράριο μετατρέπονται και ολίγον σε γυμναστές, σε εικαστικούς, σε μουσικούς κ.λπ. Γιατί τέτοιους αναχρονισμούς είδαμε και συνεχίζουμε να βλέπουμε και σήμερα στα δημοτικά σχολεία. Από την άλλη, ούτε τα κενά εξαλείφθηκαν στην αρχή της σχολικής χρονιάς, ενώ χιλιάδες αναπληρωτές εκπαιδευτικοί απολύθηκαν (δεν επαναπροσλήφθηκαν στα σχολεία).

Η υπόθεση του διορισμού μόνιμων εκπαιδευτικών στα σχολεία είναι επίσης αξιομνημόνευτη, ως ένα ακόμα χαρακτηριστικό δείγμα κοροϊδίας από την πλευρά της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Από τα τέλη του 2015, ο υπουργός Παιδείας υποσχόταν διορισμούς μόνιμων εκπαιδευτικών (γινόταν ακόμα και πλειοδοσία σε αριθμούς, με 18.000 ή 20.000 διορισμούς), συμπληρώνοντας ότι αυτοί θα γίνουν από το 2016, με ορίζοντα 4ετίας, προσθέτοντας βέβαια πάντα ότι θα συναρτώνται από την πορεία του προϋπολογισμού και των δημοσιονομικών. Στη συνέχεια, το έτος των διορισμών μετατέθηκε στο 2017 και μετά στο 2018, με επίκληση του χρόνου που χρειάζεται για να διοργανωθεί ο διαγωνισμός του ΑΣΕΠ και άλλες αντίστοιχα φαιδρές δικαιολογίες που διοχετεύονταν.

Τελικά, το Μάρτη του 2017, στην εισηγητική έκθεση τροπολογίας που κατέθεσε στη Βουλή το υπουργείο Παιδείας σχετικά με την πρόσληψη αναπληρωτών, ομολόγησε ότι μέχρι το 2019 «οι ισχύοντες δημοσιονομικοί περιορισμοί καθιστούν αδύνατο (…) τον διορισμό μόνιμων εκπαιδευτικών στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση». Αν και από πλευράς υπουργείου Παιδείας έχουν «μαζέψει» τις πολλές υποσχέσεις για προσλήψεις μόνιμων εκπαιδευτικών, η κοροϊδία δεν έχει σταματήσει. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι όταν τον περασμένο Μάη ο πρωθυπουργός παρουσίασε το τριετές πλάνο της κυβέρνησης για την Παιδεία, αναγνώρισε ότι οι ανάγκες ανέρχονται σε 20.000 εκπαιδευτικούς και δήλωσε ότι μέχρι το τέλος του 2017 θα ανακοινωνόταν το πώς μέσα στην τριετία θα καλυφθεί το μεγαλύτερο μέρος τους. Βέβαια, έχουμε μπει στο 2018 και καμιά σχετική ανακοίνωση δεν έχει γίνει…

Συνέπειες στο μορφωτικό επίπεδο των μαθητών

Στη λογική της εξοικονόμησης εκπαιδευτικών, αλλά όχι μόνο, κινούνται και άλλες σποραδικές ρυθμίσεις που πέρασε το υπουργείο Παιδείας τα τελευταία τρία χρόνια. Σε αυτό το πνεύμα διπλασιάστηκε ο ελάχιστος απαιτούμενος αριθμός για τη δημιουργία τμήματος στα νηπιαγωγεία, ενώ αντίστοιχα αυξήθηκαν και αυστηροποιήθηκαν τα όρια για τη δημιουργία τμημάτων ειδικοτήτων και τομέων στα ΕΠΑΛ. Αυτό οδήγησε σε συγχωνεύσεις, αλλά και στο κόψιμο εκατοντάδων τμημάτων των ΕΠΑΛ τα τελευταία δύο χρόνια.

Όπως φαίνεται γενικότερα, οι συγχωνεύσεις τείνουν να παγιωθούν για την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι άρθρο που ορίζει τα κριτήρια των συγχωνεύσεων, μπήκε στο πολυνομοσχέδιο με τα προαπαιτούμενα της τρίτης «αξιολόγησης», που ψηφίστηκε την περασμένη Δευτέρα, δείχνοντας ότι όπως και τα προηγούμενα χρόνια, τα σχολεία που συγχωνεύονται ή κλείνουν, είναι πολύ περισσότερα από αυτά που ανοίγουν.

Ακόμα, άλλη μια αναχρονιστική τακτική που φαίνεται να παγιώνεται από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, είναι αυτή για τις διπλές και τριπλές αναθέσεις. Δηλαδή, η οδηγία προκειμένου να βγει το πρόγραμμα στα σχολεία εκ των ενόντων χωρίς το διορισμό όλων των απαραίτητων ειδικοτήτων εκπαιδευτικών, να διδάσκουν οι εκπαιδευτικοί μαθήματα εν πολλοίς άσχετα με την ειδικότητά τους (π.χ. ο θεολόγος ή ο καθηγητής Αγγλικών να διδάσκει Ιστορία, ο καθηγητής Πληροφορικής να διδάσκει Γεωμετρία, με βάση το τι θυμάται ο ίδιος από τα γυμνασιακά του χρόνια κ.ο.κ.).

Είναι εντελώς φανερό ότι όλα τα παραπάνω δεν έχουν ως συνέπεια μόνο τη μείωση των εκπαιδευτικών, τις απολύσεις και τη διόγκωση της ανεργίας τους, αλλά έχουν και σοβαρές συνέπειες στο μορφωτικό επίπεδο των μαθητών.

Αυτό συμβαίνει και με τις αλλαγές που έφερε η κυβέρνηση στα Γυμνάσια. Γιατί παράλληλα με τη μείωση του ωρολόγιου προγράμματος στα Δημοτικά, το υπουργείο Παιδείας προχώρησε και σε μείωση ωρών και εξεταζόμενων μαθημάτων στα Γυμνάσια.

Να σημειωθεί ότι η μείωση της ύλης δεν είναι κάτι νέο, ούτε άσχετο από το περιεχόμενο της σχολικής γνώσης. Έχει ήδη ξεκινήσει από τα περιβόητα βιβλία και προγράμματα της περιόδου 2006 – 2007 που είναι ακόμα σε ισχύ, υπακούοντας στην ίδια λογική της «διαθεματικότητας» (της λογικής από μέρος σε μέρος και όχι από το μέρος στο όλο και πάλι πίσω στο συγκεκριμένο), όπως από το 2006 αποκλειστικά το ΚΚΕ ανέδειξε ως σοβαρό επιστημονικό, μεθοδολογικό πρόβλημα και όχι κυρίως ως ζήτημα προχειρότητας. Στη βάση αυτή, μειώθηκε η ύλη μαθημάτων που σχετίζονται με τις φυσικές επιστήμες και τα μαθηματικά. Για παράδειγμα, η Γεωμετρία σχεδόν εξοβελίστηκε, ενώ είναι γνωστό ότι εξασκεί τη φαντασία, την αναλυτική και συνθετική σκέψη, ενώ υποβαθμίστηκαν επιστήμες όπως η Χημεία, η Φυσική, που όταν διδάσκονται σωστά (υλιστικά, ορθολογικά), «διαπαιδαγωγούν» στο να σκέφτεται κάποιος με βάση το αίτιο και το αποτέλεσμα, την ύπαρξη αντικειμενικών νόμων κίνησης της ύλης. Στα γλωσσικά μαθήματα, το δημιουργικό στοιχείο περιορίζεται, η μέθοδος εκμάθησης αντιγράφει τη μέθοδο εκμάθησης της αγγλικής, χωρίς κανόνες – απαραίτητο σημείο αναφοράς για την αφομοίωση του γλωσσικού πλούτου – ενώ συνοδεύεται κατά βάση από κείμενα απλοϊκά, χρηστικά, ρηχά, γιατί υποτίθεται «αυτά ενδιαφέρουν τους μαθητές».

Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση θέλει να δημιουργήσει στη λαϊκή οικογένεια μειωμένες μορφωτικές απαιτήσεις για τα παιδιά της, να οδηγήσει στη λογική «άντε να τελειώσουμε το Γυμνάσιο και μετά βλέπουμε». Όμως, το μετά έχει να κάνει με τις περιβόητες αλλαγές στο Λύκειο και εκεί «θα τρώει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι».

«Νέο» Λύκειο: Να δεις τι σου “χω για μετά…

Στα τέλη Αυγούστου, το υπουργείο Παιδείας παρουσίασε τις γενικές γραμμές του σχεδίου του για το νέο Λύκειο και την πρόσβαση στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Πρόκειται για ρυθμίσεις που φτιάχνουν ένα Λύκειο πολύ πιο σκληρό, ανταγωνιστικό, σε τελική ανάλυση ακόμα πιο ταξικό. Το χαρακτηριστικό αυτού του νέου Λυκείου είναι ότι θα είναι απόλυτα προσανατολισμένο στην πρόσβαση στην Ανώτατη Εκπαίδευση και στο όνομα του ότι σήμερα η Β” και Γ” Λυκείου έχουν ακυρωθεί στο βωμό των εξετάσεων, νομιμοποιείται ακριβώς αυτό, δηλαδή μειώνονται τα μαθήματα και κρατούνται μόνο αυτά που θα μετράνε για την πρόσβαση. Ετσι, το Λύκειο χάνει εντελώς τον όποιο μορφωτικό ρόλο του είχε απομείνει.

Συγκεκριμένα, το σχέδιο της κυβέρνησης προβλέπει:

  • Τα μαθήματα στη Β” και τη Γ” Λυκείου μειώνονται στο μισό περίπου απ” ό,τι είναι σήμερα και αφορούν για κάθε μαθητή την ομάδα σχολών των ΑΕΙ στην οποία τον ενδιαφέρει να εισαχθεί.
  • Στη Γ” Λυκείου εισάγονται νέες γραπτές εξετάσεις πανελλαδικού τύπου την περίοδο του Γενάρη. Επίσης, εισάγεται μία γραπτή εργασία για κάθε μάθημα, που επίσης θα αποτελεί δοκιμασία πανελλαδικού τύπου και θα διορθώνεται από βαθμολογητές εκτός του σχολείου του μαθητή (όπως και τα γραπτά των εξετάσεων).
  • Διατηρούνται κανονικά και οι πανελλαδικού τύπου εξετάσεις και στο τέλος της Γ” Λυκείου.

Όλα τα παραπάνω θα μετρούν για το βαθμό του απολυτηρίου, ο οποίος θα μετρά επίσης για την πρόσβαση στην Ανώτατη Εκπαίδευση.

Από το σχέδιο του υπουργείο είναι φανερό ότι θα γενικευτεί ένας ατελείωτος εξεταστικός μαραθώνιος και η όποια γενική μόρφωση θα σταματάει στην Α” Λυκείου. Ακόμη και η μείωση των μαθημάτων δεν έχει στόχο την ελάφρυνση των μαθητών, αλλά την ακόμη μεγαλύτερη προσαρμογή σε ένα υποβαθμισμένο σχολείο – φροντιστήριο. Και για άλλη μια φορά, όπως και στα Γυμνάσια και στα Δημοτικά, η μείωση μαθημάτων θα σημάνει και εξοικονόμηση πόρων και λιγότερους εκπαιδευτικούς.

Παράλληλα, η «φροντιστηριοποίηση» του Λυκείου καθόλου δεν σημαίνει ότι θα χτυπηθεί η παραπαιδεία, αφού όσο πιο σκληρό και ανταγωνιστικό γίνεται το Λύκειο, τόσο τρίβουν τα χέρια τους οι έμποροι της εκπαίδευσης και δεν είναι τυχαίο ότι τις ανακοινώσεις της κυβέρνησης τις χαιρέτισαν οι φροντιστηριάρχες.

Αυτό το σχέδιο της κυβέρνησης για το νέο Λύκειο δεν βρίσκεται μόνο στα χαρτιά, αλλά υλοποιείται ήδη βήμα το βήμα. Έτσι, δημιουργώντας ένα μεταβατικό στάδιο προς την υλοποίησή του, το υπουργείο Παιδείας μείωσε από φέτος τα εξεταζόμενα μαθήματα στις ενδοσχολικές εξετάσεις της Γ” Λυκείου, ενώ από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) διέρρευσε μια πρόταση για το ωρολόγιο πρόγραμμα της Β” τάξης στο νέο Λύκειο. Σύμφωνα με αυτήν την πρόταση, το ωρολόγιο πρόγραμμα περιλαμβάνει επτά υποχρεωτικά μαθήματα που θα καταλαμβάνουν τις 22 από τις συνολικά 34 ώρες του εβδομαδιαίου προγράμματος της Β” Λυκείου και οι υπόλοιπες 12 ώρες θα κατανέμονται σε τρία τετράωρα μαθήματα (βαφτίζονται «μαθήματα εμβάθυνσης»), τα οποία θα επιλέγει ο μαθητής από μία ομάδα 10 μαθημάτων. Και το σχέδιο αυτό επιβεβαιώνει ότι στο νέο Λύκειο που ετοιμάζει η κυβέρνηση, η γενική μόρφωση θα σταματάει στην Α” Λυκείου. Ουσιαστικά, στη Β” Λυκείου οι μαθητές θα κάνουν ένα πασάλειμμα σε μαθήματα Γενικής Παιδείας, προκειμένου να επικεντρώνονται και να εμβαθύνουν (εξ ου και «μαθήματα εμβάθυνσης») στα μαθήματα επιλογής, τα οποία θα είναι και αυτά που θα επιλέγουν στη Γ” Λυκείου για να διδαχθούν και να εξεταστούν στις τρεις πανελλαδικού τύπου δοκιμασίες που προβλέπονται.

Ενδεικτικές και άλλες πλευρές της εκπαιδευτικής πολιτικής

Ενδεικτική είναι και η πολιτική της κυβέρνησης σε μια σειρά άλλες συγκεκριμένες πλευρές της Εκπαίδευσης, όπως για παράδειγμα στην Ειδική Αγωγή. Με νομοθετικές ρυθμίσεις καταργήθηκε το δεύτερο Τμήμα Ενταξης που υπήρχε στα συγχωνευμένα σχολεία των 300 και πλέον παιδιών και επιπλέον χτύπημα δόθηκε στην Παράλληλη Στήριξη, αφού πλέον δεν υπάρχει ένας εκπαιδευτικός Παράλληλης Στήριξης για κάθε παιδί που τον έχει ανάγκη, αλλά ένας εκπαιδευτικός για έως και πέντε παιδιά, σε δυο, τρία ή και περισσότερα σχολεία. Στην πράξη, η κυβέρνηση άνοιξε την πόρτα για να νομιμοποιήσει και να γενικεύσει τους ιδιώτες που πληρώνονται από τους γονείς, για να κάνουν την Παράλληλη Στήριξη των παιδιών τους μέσα στο σχολείο. Και, ακόμα, η κυβέρνηση προκειμένου να καλύψει τα τεράστια κενά στα ειδικά σχολεία, τα ΚΕΔΔΥ, τα Τμήματα Ενταξης κ.ο.κ., νομοθέτησε ότι μπορούν να προσλαμβάνονται σε αυτά και εκπαιδευτικοί χωρίς πιστοποιημένη ειδίκευση στην Ειδική Αγωγή, προσδοκώντας να αξιοποιήσει για την εξειδικευμένη βοήθεια που χρειάζονται τα παιδιά με ειδικές ανάγκες εκπαιδευτικούς που εξοικονομούνται από τις τεράστιες περικοπές σε προσωπικό, που γίνονται με τις ρυθμίσεις που περιγράψαμε παραπάνω σε Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Γενικότερα, αν και στα λόγια περίσσεψαν οι κυβερνητικές υποσχέσεις ότι τάχα θα ρίξουν βάρος στην Ειδική Αγωγή ιδρύοντας νέες μονάδες και φροντίζοντας να μειωθούν οι ελλείψεις, τα παιδιά με ειδικές ανάγκες, οι οικογένειές τους και οι εκπαιδευτικοί τους γνωρίζουν πολύ καλά ότι η κατάσταση στα ειδικά σχολεία παραμένει εκρηκτική.

Άλλη μια επιμέρους ενδεικτική πλευρά για την κυβερνητική πολιτική στην Παιδεία θα μπορούσε να είναι αυτή της εκπαίδευσης των προσφυγόπουλων. Η κυβέρνηση καθυστέρησε πάνω από ένα χρόνο να εκπονήσει ένα στοιχειώδες σχέδιο για αυτό το θέμα, παρόλο που γνώριζε από την πρώτη στιγμή ότι με τις συμφωνίες που συνυπέγραψε θα παραμείνουν εγκλωβισμένοι στη χώρα μας δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες και ανάμεσά τους χιλιάδες παιδιά σε ηλικίες τέτοιες που θα έπρεπε να βρίσκονται στο σχολείο. Έτσι, με μεγάλη καθυστέρηση ξεκίνησαν και πέρσι και φέτος τα προγράμματα σε απογευματινές δομές των σχολείων, ενώ για τα παιδιά που εντάσσονται στα πρωινά προγράμματα των σχολείων, η κατάσταση είναι ακόμα πιο τραγική, καθώς για τρεις μήνες πήγαιναν στις τάξεις και παρακολουθούσαν χωρίς να καταλαβαίνουν τίποτα, χωρίς να γνωρίζουν τη γλώσσα, αφού δεν υπήρχαν τάξεις υποδοχής. Χαρακτηριστικό είναι επίσης και το παράδειγμα των διαπολιτισμικών σχολείων, που επίσης έχουν δεχτεί προσφυγόπουλα, τα οποία δεν έχουν καν βιβλία για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας!