Ποιους στόχους έρχεται να υπηρετήσει το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής – από Α.Σ.Ε.

Την περασμένη Πέμπτη κατατέθηκε στην νομοπαρασκευαστική επιτροπή της Βουλής το νομοσχέδιο για την ίδρυση του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, με τη συνένωση των δύο υπαρχόντων σήμερα ΤΕΙ, Αθήνας και Πειραιά. Το νομοσχέδιο, έτσι, κατατίθεται άμεσα στη Βουλή, συμβάλλοντας με τη σειρά του στην προώθηση της στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην ελληνική πραγματικότητα. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ έχει επανειλημμένα διατυπώσει την πλήρη συμφωνία της με τους βασικούς άξονες αυτής της στρατηγικής. Στη θητεία της μάλιστα μπορεί να πει κανείς ότι έχει δείξει υπερβάλλοντα ζήλο στην προώθηση και εφαρμογή πλευρών αυτής της στρατηγικής που αφορούν την πιο οργανική σύνδεση των Ανώτατων Ιδρυμάτων με τα αστικά προτάγματα της επιχειρηματικότητας και της ανταγωνιστικότητας.

 Συνέχεια των αναδιαρθρώσεων των προηγούμενων κυβερνήσεων

Να θυμίσουμε εδώ ότι το νομοσχέδιο αυτό είναι στην πραγματικότητα συνέχεια του λεγόμενου σχεδίου «Αθηνά», που είχε φέρει η κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ επί θητείας Αρβανιτόπουλου στο υπουργείο Παιδείας. Ηδη από το 2013 οι αποκαλούμενες «βέλτιστες πρακτικές» του ΟΟΣΑ, καθώς και το μνημόνιο, συμπεριλάμβαναν κατευθύνσεις για συγχωνεύεις Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, για λόγους δημοσιονομικούς, αλλά και για να επιτευχθεί μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα των νέων Ιδρυμάτων που θα προέκυπταν. Ηδη, λοιπόν, από το 2013, συζητιόταν η «ομοσπονδιοποίηση» των Ιδρυμάτων της Αττικής σε ένα νέα «υπερ-ίδρυμα», που προτεινόταν να ονομαστεί «Ιδρυμα Κοραή». Αντίστοιχα, είχαν προχωρήσει ιδέες και κατευθύνσεις από διοικήσεις άλλων Ιδρυμάτων σε όλη τη χώρα, με βάση την ενιαία στρατηγική της ανταγωνιστικότητας και της αποκαλούμενης «αριστείας» των τριτοβάθμιων Ιδρυμάτων.

Τα σχέδια του 2013 δεν προχώρησαν αρκετά, λόγω αντιδράσεων κυρίως από τα ίδια τα Ιδρύματα, Σχολές και Τμήματα που επρόκειτο να κλείσουν ή να συγχωνευθούν. Συγκεκριμένα, οι πρυτάνεις και γενικότερα οι διοικήσεις, ενώ είχαν συμμετάσχει στη συζήτηση και πίεζαν για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των Ιδρυμάτων, στην πορεία έβαζαν εμπόδια, όταν επρόκειτο για Τμήμα του Ιδρύματός τους, συναντώντας αντιδράσεις και από την πλειοψηφία των μελών ΔΕΠ, την απροθυμία τους να συνενωθούν με άλλα Τμήματα. Ρόλο βέβαια έπαιξε και η ξεκάθαρη θέση «να μην πληρώσουν το μάρμαρο των κλεισιμάτων – συγχωνεύσεων για άλλη μια φορά οι σπουδαστές», όπως διατυπώθηκε από το Μέτωπο Αγώνα Σπουδαστών μέσα στο φοιτητικό κίνημα.

Το παρόν νομοσχέδιο αποτελεί έναν σημαντικό κρίκο στην εναρμόνιση της χώρας με τις επιταγές του αποκαλούμενου «Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης» (ΕΧΑΕ), που είναι ο άξονας της Συνθήκης της Μπολόνια (1999). Η προώθηση ΕΧΑΕ είναι βασικός όρος για την τόνωση της κερδοφορίας του κεφαλαίου σε επίπεδο ΕΕ, που γίνεται ακόμα πιο κρίσιμος στο πλαίσιο του ενδεχομένου ανάκαμψης μετά την καπιταλιστική κρίση. Στην ουσία πρόκειται για την προσπάθεια διαμόρφωσης μιας ομοιογενούς (κατά το δυνατόν, λόγω της ανισομετρίας στην ανάπτυξη) ευρωπαϊκής αγοράς εκπαιδευτικών και ερευνητικών υπηρεσιών και υψηλά ειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού (επιστημόνων), που θα καθίσταται έτσι ανταγωνιστική προς άλλες αντίστοιχες αγορές (ΗΠΑ, Κίνα, ανερχόμενες όπως η Βραζιλία κ.λπ.).

Ενταση της κατηγοριοποίησης των αποφοίτων

Η δημιουργία του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής έρχεται μαζί με την παγίωση της πιστοποίησης προσόντων και της κατάταξης – κατηγοριοποίησης πτυχίων και αποφοίτων σε διαφορετικά κάθετα επίπεδα. Ετσι, διαμορφώνεται μια κατάσταση (όχι νέα, αλλά σίγουρα βαθύτερη) όπου στο ίδιο επιστημονικό αντικείμενο υπάρχουν πολλά και διαφορετικά Τμήματα, πτυχία ή πιστοποιητικά και απόφοιτοι, α’, β” και γ” κατηγορίας. Για παράδειγμα, στα τεχνικά επαγγέλματα θα έχουμε πλέον μηχανικούς με πτυχίο master πενταετούς φοίτησης των Πολυτεχνικών Σχολών, με πτυχίο bachelor τετραετούς φοίτησης της Σχολής Μηχανικών του νέου Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, φουρνιές αποφοίτων των ΤΕΙ (Τεχνολόγοι Μηχανικοί) αλλά και απόφοιτους των νέων διετών προγραμμάτων σπουδών στα τεχνικά επαγγέλματα, απόφοιτους ΕΠΑΣ και πάει λέγοντας…

Τι εξυπηρετεί αυτή η διάκριση; Η οποία μάλιστα πολλαπλασιάζεται αν αναλογιστεί κανείς πως, και μετά το πτυχίο, υπάρχουν επιπλέον επίπεδα και διακρίσεις στην πρόσβαση του επαγγέλματος με βάση την εργασιακή εμπειρία και το μέγεθος των έργων που έχει αναλάβει ο κάθε μηχανικός, εντασσόμενος σε ένα μητρώο με 5 επιπλέον επίπεδα, με αποτέλεσμα μόνο «τα μεγάλα ψάρια» (βλ. μεγάλες τεχνικές εταιρείες και κατασκευαστικοί όμιλοι) τελικά να έχουν πλήρη πρόσβαση στο επάγγελμα; Προφανώς αυτή η πολυκατηγοριοποίηση διευκολύνει την πίεση των εργασιακών δικαιωμάτων προς τα κάτω για όλους. Με την απειλή της ανεργίας και της απόλυσης, ο εργοδότης «δείχνει» σε κάθε υποψήφιο εργαζόμενο τη στρατιά ανέργων που περιμένουν και δέχονται να δουλέψουν με τους χείριστους όρους, για να εκβιάσει τη συναίνεσή του στη μείωση των αποδοχών, στην κατάργηση κάθε ασφαλιστικού δικαιώματος, στη δουλειά με το «μπλοκάκι», στην εντατικοποίηση της εργασίας (χωρίς ωράριο, δουλειά τα Σαββατοκύριακα κ.λπ.). Αυτό σημαίνει στη «γλώσσα» τους «ανταγωνιστικός εργαζόμενος».

Στοίχιση στους στόχους της περιφερειακής και κλαδικής καπιταλιστικής ανάπτυξης

Γιατί όμως σήμερα υπάρχει τόση πίεση να περάσει ένας νόμος που φέρνει ντε φάκτο την πιστοποίηση προσόντων, ενώ τόσο καιρό καθυστερούσε και είχε τις παλινωδίες των σχεδίων «Αθηνά»; Είναι η ίδια πίεση για να προχωρήσει ο συνδικαλιστικός νόμος του χτυπήματος στο απεργιακό δικαίωμα, των πλειστηριασμών της πρώτης κατοικίας, των άλλων μέτρων των προαπαιτούμενων της 3ης «αξιολόγησης». Είναι το στοίχημα του κεφαλαίου για να προϋπαντήσει τη φάση της ανάκαμψης, με μέτρα που έρχονται με μεγαλύτερη σφοδρότητα ακόμα και από την περίοδο της κρίσης, για να διασφαλιστεί η ταφόπλακα στα εργασιακά δικαιώματα.

Είναι η δέσμευση της κυβέρνησης προς τους κεφαλαιοκράτες και τον ΣΕΒ, μέρος της οποίας είναι και το «συμμάζεμα» των Ανώτατων Ιδρυμάτων. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι αφενός ο δραστικός περιορισμός των Ανώτατων Ιδρυμάτων είναι μνημονιακή δέσμευση της κυβέρνησης, αφετέρου ο ΣΕΒ και οι εκπρόσωποί του έχουν ζητήσει επανειλημμένα τη μείωση της γεωγραφικής διασποράς των ΑΕΙ και την καλύτερη οργάνωση και στοίχισή τους στους στόχους της περιφερειακής και κλαδικής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Από το καλοκαίρι μάλιστα παρουσιάστηκε μελέτη υπό την αιγίδα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και της ΜΚΟ «Endeavor» (όπου φιγουράρουν σχεδόν όλοι οι μονοπωλιακοί όμιλοι που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, όπως «Nestle», «Κορρές», «NOKIA», «Σκλαβενίτης» κ.ά.), η οποία μελέτη έβαζε το ζήτημα της καλύτερης ανταπόκρισης, γεωγραφικά και ως προς το περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών των ΑΕΙ, στις προσδοκίες των εργοδοτών.

Είναι «ηλίου φαεινότερο» λοιπόν ότι η δημιουργία του Πανεπιστημίου Δ. Αττικής κάθε άλλο παρά λαμβάνει υπόψη την ακαδημαϊκή αναγκαιότητα, όπως προσπαθούν εκ του πονηρού να πείσουν. Αντίθετα, εντάσσεται πλήρως στην προσπάθεια να αναπροσαρμοστούν η διοίκηση και η δομή, αλλά κυρίως το περιεχόμενο σπουδών και οι δεξιότητες που αυτά παρέχουν, με κριτήριο τις στοχεύσεις του κεφαλαίου και άξονα το αποκαλούμενο «νέο παραγωγικό μοντέλο» του ΣΥΡΙΖΑ.

Στην ίδια έκθεση που προαναφέρθηκε, επισημαίνεται ιδιαίτερα ότι το 53% των αποφοίτων των ελληνικών πανεπιστημίων παρακολουθούν αντικείμενα σπουδών που δεν συμβάλλουν στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας, ενώ προτείνεται ως λύση ο πιο καίριος προσανατολισμός της Ανώτατης Εκπαίδευσης στους τομείς που χρειάζεται η επιχειρηματικότητα. Ο ίδιος άλλωστε ο υπουργός Παιδείας, σε πρόσφατη συνέντευξή του στην εφημερίδα «Τα Νέα», ανέφερε ότι «η παρέμβαση στη Δυτική Αττική έχει, πέρα από ακαδημαϊκό, και αναπτυξιακό περιεχόμενο».

Με το βλέμμα στις μεγάλες επιχειρήσεις της Δυτικής Αττικής

Σε όλο αυτό το πλέγμα των εξελίξεων σχετικά με την πιστοποίηση, πρέπει να προστεθεί και η ανακοίνωση του υπουργού ότι σύντομα θα φέρει νόμο για την πλήρη αναγνώριση των κολεγίων, ενώ ενισχυτικά και πιέζοντας προς αυτήν την κατεύθυνση έχει καταθέσει Ερώτηση στη Βουλή και η Νέα Δημοκρατία. Η αναγνώριση των κολεγίων είναι ίσως το τελευταίο «σκαλοπάτι» πριν από τη θεσμοθέτηση των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Αλλωστε, όσο προχωρά η κατάταξη των πτυχίων και αποφοίτων σε επίπεδα και κατηγορίες, τόσο διευκολύνεται η μεγαλύτερη «απελευθέρωση» της αγοράς εκπαιδευτικών προϊόντων που θα εντάσσονται κάτω από την κοινή «ομπρέλα» του ΕΧΑΕ. Τόσο περισσότερο χάνουν και το περιεχόμενό τους τα επαγγελματικά δικαιώματα που απορρέουν από κάθε επιστημονικό αντικείμενο, αφού αυτά πλέον ρυθμίζονται αποκλειστικά από την αγορά. Στο έδαφος μάλιστα της κατάργησης των Συλλογικών Συμβάσεων, της ατομικής διαπραγμάτευσης των όρων εργασίας, της παγίωσης του ΑΣΕΠ στο Δημόσιο, η κατοχύρωση επαγγελματικών δικαιωμάτων είναι πλέον κενό γράμμα. Γι” αυτό άλλωστε και τα αστικά επιτελεία έχουν αντικαταστήσει πλέον τον όρο «επαγγελματικό δικαίωμα» με τον όρο «επαγγελματικό περίγραμμα», δηλαδή μια απλή περιγραφή του επιστημονικού πεδίου που μπορεί δυνητικά να καλύπτει ένα πτυχίο. Τώρα το τι θα κάνει ένας πτυχιούχος με αυτό το πτυχίο, αυτό – για να το πούμε χαριτολογώντας – είναι από άλλο ανέκδοτο…

Με βάση τα παραπάνω, καθίσταται σαφές ότι το νέο Πανεπιστήμιο έρχεται να εξυπηρετήσει τους σχεδιασμούς του κεφαλαίου ειδικά για την περιοχή της Δυτικής Αττικής, όπου συγκεντρώνεται ειδικού τύπου επιχειρηματική δραστηριότητα, με εμβληματική την παρουσία της «Cosco» στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη και στο λιμάνι του Πειραιά, την οργάνωση της λεγόμενης Εφοδιαστικής Αλυσίδας (Logistics) στο Θριάσιο, τα σχέδια για επιχειρηματικά πάρκα στον Ασπρόπυργο και στη Μάνδρα, πάνω στα ερείπια των πλημμυρών. Είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική η δήλωση του αντιπρύτανη του ΤΕΙ Πειραιά, ο οποίος αναφέρει ότι με την ίδρυση του Πανεπιστημίου «θα δημιουργηθεί ένα μεγάλο Ιδρυμα, «ορατό» διεθνώς, με στόχο να ενεργοποιήσει όλες τις δυνάμεις για την ανάδειξη της Δυτικής Αττικής σε μεταβιομηχανικό κέντρο εθνικής σημασίας, όπως λειτούργησε ανάλογα η περιοχή του Πειραιά στη βιομηχανική εποχή».

Επομένως, ο ρόλος του νέου Πανεπιστημίου είναι να αποτελέσει ένα πρότυπο σύνδεσης με τους περιφερειακούς και κλαδικούς στόχους του κεφαλαίου, να καλύψει κενά στις αναζητήσεις των μονοπωλίων σε σχέση με δεξιότητες που λείπουν από το επιστημονικό δυναμικό, να τροφοδοτήσει με επιστήμονες και εξοπλισμό – υποδομές τους σχεδιασμούς καπιταλιστικής ανάπτυξης της Δυτικής Αττικής. Την ίδρυσή του έσπευσε να χαιρετίσει και ο πρόεδρος της Περιφερειακής Ενωσης Δήμων Αττικής, με την υπόσχεση ότι θα συμβάλει στην «παραγωγική» συνεργασία Περιφέρειας και νέου Ιδρύματος.

Παρακολουθούμε τις εξελίξεις, συζητούμε με τη νεολαία

Το επόμενο διάστημα θα γίνει πιο συγκεκριμένη η εικόνα της διαμόρφωσης των προγραμμάτων σπουδών στο νέο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής. Θα φανεί πιο ξεκάθαρα και ο προσανατολισμός του περιεχομένου που θα δώσουν σε παλιές και νέες ειδικότητες, και κυρίως στα διετή προγράμματα σπουδών.

Το Κόμμα μας, οι δυνάμεις μας στα Πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ, παρακολουθούμε συστηματικά τις εξελίξεις στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες εξελίξεις των κλάδων, τόσο σε επίπεδο στρατηγικών σχεδιασμών του κεφαλαίου, όσο και σε σχέση με τη διαμόρφωση των νέων εργασιακών όρων. Τοποθετούμαστε ενιαία σε Πανεπιστήμια και ΤΕΙ, σε Επιμελητήρια και συνδικαλιστικούς φορείς, και αυτό πρέπει να μας βγάζει μπροστά, με θάρρος, στην υπεράσπιση των αιτημάτων μας στο φοιτητικό κίνημα, στο ξεδίπλωμα της πρότασης του Κόμματος για Ενιαία Ανώτατη Εκπαίδευση με εργατική εξουσία. Η θέση μας – να διασφαλίζεται όλη η γνώση στο πτυχίο, να είναι αυτό μοναδική προϋπόθεση για την πλήρη πρόσβαση στο επάγγελμα – είναι θέση που απαντά στις σημερινές αγωνίες του φοιτητή που έρχεται αντιμέτωπος με την ανεργία, με την πολύπλευρη απαξίωση της εργατικής δύναμης. Ταυτόχρονα, ανοίγει το δρόμο για να συζητήσουμε πιο πλατιά με τη νεολαία τον τρόπο που και η υψηλά ειδικευμένη, πανεπιστημιακή, εργατική δύναμη θα εντάσσεται μέσω του κεντρικού σχεδιασμού στη σοσιαλιστική οικονομία, θα αποκτά άλλο κοινωνικό περιεχόμενο και ρόλο, αίροντας τις αντιφάσεις, τα ηθικά διλήμματα και την εκμετάλλευση που ο καπιταλισμός βάζει συνέχεια μπροστά στον επιστήμονα σήμερα.


της  Κέλλυς ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ

Για την πολιτική των Μουσείων Σύγχρονης Τέχνης – από Α.Σ.Ε.

 

Το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης

Αυτήν τη στιγμή υπάρχουν δύο κρατικά Μουσεία Σύγχρονης Τέχνης στην Ελλάδα. Το ένα είναι το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΚΜΣΤ), που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη και έχει ως βάση μέρος της Συλλογής Κωστάκη με έργα της Ρώσικης Πρωτοπορίας, και το άλλο είναι το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ) στην Αθήνα. Πρόκειται για τα μοναδικά μουσεία μέσα από τα οποία το ελληνικό κοινό μπορεί να γνωρίσει τη σύγχρονη εικαστική τέχνη και να μελετήσει τις σύγχρονες εξελίξεις στον τομέα της. Η πολιτιστική πολιτική που ακολουθούν έχει ένα ιδιαίτερο βάρος, καθώς καθορίζει τον προσανατολισμό και την πορεία της σύγχρονης τέχνης στη χώρα μας, δίνοντας αισθητική κατεύθυνση στα εικαστικά πράγματα και επηρεάζοντας τους καλλιτέχνες και το κοινό. 

Πώς είναι σήμερα

Είναι, βέβαια, εύκολα εννοούμενο ότι, όπως όλοι οι κρατικοί πολιτιστικοί οργανισμοί, έτσι και τα Μουσεία Σύγχρονης Τέχνης στη χώρα μας υποτάσσονται στην πολιτική και τις κατευθύνσεις της ΕΕ και των ελληνικών κυβερνήσεων για τον Πολιτισμό και τις Τέχνες. Πιο ειδικά, αποτελούν χώρους όπου σε μεγάλο μέρος αναπαράγονται οι επιλογές του Χρηματιστηρίου της Τέχνης και των επενδυτών, μια ακόμα, τελικά, μεγάλη «ιδιωτικού τύπου» αίθουσα εκθέσεων.

Αυτό μπορεί εύκολα να το διαπιστώσει κανείς παρατηρώντας τις περιοδικές εκθέσεις, αλλά και τις αγορές που πραγματοποιούν. Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, ότι το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης αρνήθηκε πρόταση του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ) για διοργάνωση στο κτίριο του Φιξ μιας μεγάλης έκθεσης νέων εικαστικών από το σύνολο του καλλιτεχνικού δυναμικού της χώρας, προτιμώντας να εγκαινιάσει το νέο αυτό χώρο με μια ιδιωτική έκθεση από την Αμβέρσα. Αυτή η κίνηση, όπως και οι εκδηλώσεις της «documenta 14», που φιλοξένησε, δείχνουν τον προσανατολισμό του. Η «documenta 14» επεδίωκε – με εξαίρεση κάποιες λιγοστές ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις – να περιβάλει με το κύρος της όσα κατεστημένα και βαθιά συντηρητικά προβάλλονται σήμερα ως πρωτοπορία της Τέχνης στις καλλιτεχνικές σχολές. Με όχημα τις έννοιες «ελευθερία», «δημοκρατία», «διαφορετικότητα» και με τη μεταμοντέρνα άποψη περί της μη ύπαρξης αντικειμενικής γνώσης, παρουσιάστηκαν σε μεγάλο βαθμό επινοήσεις παρωχημένες στη μορφή και κυρίως άτεχνες, που προκαλούσαν στον επισκέπτη διανοητική σύγχυση και ψυχική εξουθένωση.

Γενικότερα στο χώρο του Πολιτισμού και κατ” επέκταση στα Μουσεία Σύγχρονης Τέχνης, συγκρούονται επενδυτικά σχέδια, με αντικειμενικό στόχο να υπάρξει εμπορική δραστηριότητα με σκοπό το κέρδος όσων επενδύουν στην Τέχνη μέσα και έξω από τη χώρα. Γι” αυτό και το κεφάλαιο παρεμβαίνει σε όλα τα επίπεδα στα Μουσεία Σύγχρονης Τέχνης: Κτίρια, αναθέσεις έργων, μελέτες, διοίκηση, διεύθυνση, διαχείριση, αγορές έργων, εκθέσεις, ανταλλαγές έργων και εκθέσεων, πωλητήρια.

Αλλωστε, από τη δεκαετία του 1990 έχει διατυπωθεί η κυβερνητική πρόθεση να προωθηθεί ο πολιτισμός των επενδύσεων, μέσα από τη δημιουργία ενός άξονα επιχειρηματικής δραστηριότητας που θα συνδέει την Ελλάδα με τα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, οι κυβερνήσεις προστατεύουν και δίνουν βάρος στο ρόλο του εκάστοτε διευθυντή του Μουσείου έναντι του Διοικητικού Συμβουλίου, παρότι και σ” αυτό συμμετέχουν άμεσα και εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι, το καλοκαίρι του 2017, όταν η κυβέρνηση ψήφισε με νόμο τη δυαρχία στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ).

Οπως όλα τα κρατικά ιδρύματα, έτσι και τα Μουσεία Σύγχρονης Τέχνης στενάζουν από τις περικοπές της κρατικής χρηματοδότησης. Μέσα σε δύο χρόνια, 2012 – 2014, το ΚΜΣΤ είδε τον προϋπολογισμό του να συρρικνώνεται κατά 58%, που είχε ως συνέπεια την αδυναμία κάλυψης ακόμα και των στοιχειωδών λειτουργικών αναγκών του. Σε αυτό, λοιπόν, το έδαφος της οικονομικής ασφυξίας που η δική τους πολιτική προκαλεί, ανθίζουν η κάθε είδους εμπορευματοποίηση, η «φιλανθρωπία» των χορηγών και φυσικά η λεγόμενη λογική της «ανταποδοτικότητας». «Εθελοντές» και χορηγοί, «εναλλακτικοί» τρόποι χρηματοδότησης και ένα συνεχές κυνήγι της «έξυπνης αυτοχρηματοδότησης» είναι η λύση που ακολουθείται.

Η εμπειρία αποδεικνύει πόσο μακριά, όμως, είναι ένα τέτοιο μουσείο από τις πολιτιστικές ανάγκες του λαού, παρόλο που αυτός διπλοπληρώνει για την κάλυψή τους μέσα από τη βαριά φορολογία και το εκάστοτε εισιτήριο.

Πώς χρειάζεται να είναι

Λείπει από τον τόπο μας ένα μουσείο όπου κανείς μπορεί να συναντήσει την τέχνη που δημιουργείται στην Ελλάδα και που την εκπροσωπεί. Ακόμα και το «κέντρο τεκμηρίωσης», που ψηφίστηκε με το νόμο του 1997 και προέβλεπε την ύπαρξη ενός ψηφιακού κέντρου που θα ήταν καταγεγραμμένη όλη η σύγχρονη εικαστική δημιουργία, δεν λειτούργησε ποτέ έως τώρα.

Αποτελεί πρόβλημα ότι στη χώρα μας δεν υπάρχουν μόνιμες εκθέσεις των εικαστικών δημιουργών των τελευταίων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Αποτελεί πρόβλημα να εξαρτάται από την προαίρεση διάφορων ιδιωτικών μουσείων η δυνατότητά μας να δούμε έργα για παράδειγμα του Τσαρούχη, του Σεμερτζίδη και τόσων άλλων, ή να γνωρίσουμε συστηματικά τα σημαντικότερα ρεύματα που σημάδεψαν την πορεία της εικαστικής δημιουργίας.

Σε αυτήν την προσέγγιση δεν χωρά η ευκολία της κατάταξης της σύγχρονης τέχνης σε αισθητικές περιόδους της εκάστοτε μόδας, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από τις μεγάλες επενδύσεις. Η Θεωρία της Τέχνης οφείλει να γίνει επιστημονική. Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης οφείλει να είναι επιστημονικό ίδρυμα, ανοιχτό στο σύνολο των δημιουργών. Να είναι επιστημονικό εργαστήριο, όπου η σύγχρονη δημιουργία, χωρίς αποκλεισμούς, συνδιαλέγεται ανοιχτά με την επιστήμη της Αισθητικής. Τα μέχρι τώρα υπεροπτικά ιδρύματα που υποδεικνύουν (επιδεικνύοντάς τα) στους δημιουργούς «πετυχημένα μοντέλα» αισθητικής, έχουν ιστορικά χρεοκοπήσει στη συνείδηση των δημιουργών και πρέπει να λάβουν τέλος.

Στο ερώτημα «τι Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης χρειάζονται η κοινωνία και η Τέχνη», σίγουρα δεν ανταποκρίνεται το σημερινό μοντέλο όπως το έχει διαμορφώσει ο καπιταλισμός.

Η κοινωνία και η Τέχνη χρειάζονται Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης ανοιχτό στην καλλιτεχνική έρευνα και δημιουργία, ένα μουσείο προσιτό στους εργαζόμενους, με ελεύθερη πρόσβαση τόσο των επισκεπτών όσο και της «σύγχρονης» καλλιτεχνικής δημιουργίας σε αυτό. Ενα μουσείο ζωντανό, που θα συμβάλλει στην ανάπτυξη της τέχνης και θα στεγάσει τη σύγχρονη τέχνη, την τέχνη του σήμερα. Την τέχνη που θα αναπτύσσει το πολιτιστικό επίπεδο των λαϊκών στρωμάτων, την τέχνη που θα εκφράζει τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες, θα αγκαλιάζει τις ανησυχίες, τα προβλήματα, αλλά και όνειρα του λαού μας, μακριά από εξωπραγματικούς μικρόκοσμους που οδηγούν σε αδιέξοδα, ηττοπάθεια και ψευδή εικόνα της πραγματικότητας, που θα καλλιεργεί το ενδιαφέρον και την αγάπη του κοινού για τον Πολιτισμό, αντί να το αποξενώνει και να το απομακρύνει απ” αυτόν.


Ε. Α.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΟΛΥΜΒΗΣΗΣ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ – από Α.Σ.Ε.

Σε «θολό τοπίο» και φέτος για μαθητές, γονείς, εκπαιδευτικούς και μαθητές

Συζήτηση με την Αγγελική Θεοχαρούδη, πτυχιούχο ΤΕΦΑΑ και καθηγήτρια κολύμβησης

 

Για δεύτερη χρονιά αναμένεται να λειτουργήσει φέτος το πρόγραμμα των μαθημάτων κολύμβησης στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, μετά την περσινή σχεδόν «πιλοτική» εφαρμογή του, που ανέδειξε μεγάλα κενά και ελλείψεις, επαληθεύοντας την αγεφύρωτη απόσταση που χωρίζει το σχεδιασμό και αυτής της κυβέρνησης με τις πραγματικές ανάγκες εκπαιδευτικών, γονέων, μαθητών και γυμναστών.

 

Στόχος του προγράμματος είναι η εκμάθηση της κολύμβησης από τις μικρές ηλικίες, αλλά οι προϋποθέσεις για την υλοποίησή του κάθε άλλο παρά τον υπηρετούν. Αυτά αναδεικνύονται στη συζήτησε με την Αγγελική Θεοχαρούδη,πτυχιούχο ΤΕΦΑΑ και καθηγήτρια κολύμβησης.

Μακριά από τις πραγματικές ανάγκες

«Με τόσους πνιγμούς πανελλαδικά κάθε χρόνο είναι επιτακτική η ανάγκη να μπει το μάθημα μόνιμα στα σχολεία», σημειώνει από την αρχή της συζήτησης η Αγγελική Θεοχαρούδη, και συμπληρώνει: «Ωστόσο, θα πρέπει να υπάρχει σωστός προγραμματισμός, να λυθούν προβλήματα μετακίνησης των μαθητών προς και από τα κολυμβητήρια, να μπορούν σχολεία που δεν είναι κοντά στις πισίνες να συμμετέχουν στο πρόγραμμα. Να υπάρχουν οι απαραίτητοι συνοδοί, ο απαραίτητος εξοπλισμός στις πισίνες για τη σωστή διεξαγωγή του μαθήματος αλλά και για την ασφάλεια των μαθητών.

Και φυσικά, όσον αφορά το προσωπικό, να προσληφθεί το αναγκαίο μόνιμο επιστημονικό προσωπικό με πλήρη εργασιακά, μισθολογικά και ασφαλιστικά δικαιώματα, που να μπορεί να συμμετάσχει στο πρόγραμμα ενεργά και χωρίς προβλήματα. Νομίζω πως αυτές είναι κύριες προϋποθέσεις ώστε να μπουν οι βάσεις προκειμένου οι μαθητές να αποκτήσουν κολυμβητική παιδεία».

Πόσο απέχουν όλα αυτά από τον τρόπο που η κυβέρνηση «τρέχει» και φέτος το πρόγραμμα; Η συνομιλήτριά μας δίνει μια ενδεικτική εικόνα, λέγοντας: «Η έναρξη έχει καθυστερήσει και αυτό οδηγεί σε σύμπτυξη του προγράμματος σε δύο τρίμηνα και όχι σε τρία, όπως προβλέπει ο αρχικός σχεδιασμός. Ετσι, οι ανάγκες σε προσωπικό αλλά και σε πισίνες μεγαλώνουν. Εδώ βέβαια θα πρέπει να επισημανθεί και κάτι άλλο σημαντικό: Τα περισσότερα σχολεία δηλώνουν συμμετοχή στο πρόγραμμα στο β” ή γ” τρίμηνο λόγω του καιρού, εφόσον πολλές πισίνες είναι υπαίθριες και είναι ιδιαίτερα δύσκολο να κολυμπήσουν σ” αυτές παιδιά μικρότερων ηλικιών. Σε κάθε περίπτωση, η συρρίκνωση του προγράμματος μπορεί να αποτελέσει πάτημα για οριστική μείωση της διάρκειάς του».

Σημαντική πλευρά οι σχέσεις εργασίας

Μέσα στο γενικότερο πλαίσιο λειτουργίας του προγράμματος, που διαμορφώνεται από την αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης, δεν θα μπορούσε τα πράγματα να είναι διαφορετικά και για τους εργαζόμενους γυμναστές, που περιμένουν να απασχοληθούν για λίγους μήνες. «Εχουμε φτάσει Γενάρη και μόλις τώρα προκηρύχθηκαν οι θέσεις πρόσληψης», λέει η Αγγελική Θεοχαρούδη, παρά το γεγονός ότι η εγκύκλιος του υπουργείου Παιδείας βγήκε το Νοέμβρη και σε κάποιους ελάχιστους δήμους το πρόγραμμα ξεκίνησε νωρίτερα, με τις θέσεις να καλύπτονται από το μόνιμο προσωπικό των γυμναστών στα σχολεία.

Οπως σημειώνει, για να περιορίσει το κόστος, «φέτος το υπουργείο έκανε «άνοιγμα» στους διορισμένους γυμναστές για να «τρέξουν» οι ίδιοι το πρόγραμμα, ανεξαρτήτως ειδικότητας. Αντίθετα, πέρυσι, όσοι διορισμένοι με ειδικότητα κολύμβησης επιθυμούσαν, μπορούσαν να δηλώσουν στις Διευθύνσεις Εκπαίδευσης. Ακόμα κι έτσι, όμως, οι διορισμένοι γυμναστές είναι και λίγοι και το αντικείμενο δύσκολο. Γι” αυτόν το λόγο άλλωστε και φέτος ελάχιστοι από τους διορισμένους δήλωσαν συμμετοχή. Καταλαβαίνετε τι σημαίνει για ορισμένους συναδέλφους στα 50 τους να μπαίνουν καθημερινά στο νερό και να διδάσκουν κολύμπι σε αρχάριους;».

Προϋπηρεσία με …απλές βεβαιώσεις

Η συζήτηση στέκεται λίγο περισσότερο σε ορισμένες ακόμα πλευρές που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις στο πρόγραμμα: «Η προκήρυξη προς το παρόν αφορά μόνο απόφοιτους ΤΕΦΑΑ. Ωστόσο, οι απόφοιτοι των ΤΕΦΑΑ με δευτερεύουσα ειδικότητα την κολύμβηση, η οποία διδασκόταν δύο εξάμηνα, δεν μπορούν να συμμετάσχουν, εκτός αν έχουν παρακολουθήσει τα σεμινάρια της ΓΓΑ, πληρώνοντας φυσικά το κόστος των 250 ευρώ. Στην πραγματικότητα, με τον τρόπο αυτό, ανοίγει ο δρόμος ώστε στο μέλλον να ανατίθεται η ευθύνη της εκμάθησης της κολύμβησης και γενικότερα της φροντίδας των παιδιών μέσα σε πισίνα ακόμα και σε απόφοιτους π.χ. κάποιου ΙΕΚ προπονητικής, με την προϋπόθεση ότι θα έχουν παρακολουθήσει τα σεμινάρια.

Επίσης, αν και αναφέρεται στην προκήρυξη ότι οι καθηγητές κολύμβησης στο πρόγραμμα θα προσλαμβάνονται κατά προτεραιότητα, με πρώτους αυτούς της κύριας ειδικότητας, ούτε αναρτήθηκε ξεχωριστός πίνακας φέτος ούτε υπήρξε αναλυτική μοριοδότηση των υποψηφίων. Αλλά και στο θέμα της προϋπηρεσίας, η προκήρυξη προβλέπει την αναγνώρισή της ακόμα και με απλές βεβαιώσεις, ενώ θα πρέπει να αποδεικνύεται με μέρες ασφάλισης, ως μια επιπλέον δικλείδα για να μην ενθαρρύνεται η «μαύρη» εργασία».


Μπ. Τσ.