Ολοένα και πιο συνήθης είναι στη Γερμανία η εικόνα ενός νέου ζευγαριού με μικρά παιδιά, όπου ο άντρας εργάζεται με πλήρη απασχόληση και συντηρεί κατά βάση οικονομικά το νοικοκυριό, ενώ η γυναίκα είτε εργάζεται με μερική απασχόληση, είτε καθόλου. Αυτή η εικόνα σχετίζεται και με το μεγάλο κόστος που έχει η Προσχολική Αγωγή στη Γερμανία, ιδιαίτερα οι βρεφονηπιακοί σταθμοί, αλλά και συνολικά η ανατροφή των παιδιών. Οι παιδικοί και βρεφονηπιακοί σταθμοί τείνουν να εξελιχθούν σε «πολυτέλεια», οι εισφορές των γονιών ολοένα αυξάνονται και ανέρχονται σε εκατοντάδες ευρώ το μήνα. Το κόστος για τη φροντίδα ενός μικρού παιδιού σε βρεφονηπιακό σταθμό για 9 – 10 ώρες, ώστε να μπορεί η μητέρα να εργαστεί με πλήρη απασχόληση, είναι σχεδόν απλησίαστο στις περισσότερες περιοχές της χώρας.
Ετσι μόλις το 1/3 (ή το 32,7%) των παιδιών κάτω των 3 ετών στη Γερμανία πάει σε βρεφονηπιακό σταθμό, δηλαδή 719.000 παιδιά, σύμφωνα με στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατικής Υπηρεσίας (2016). Παρά τη μικρή αύξηση σε απόλυτους αριθμούς, το ποσοστό εμφανίζεται μειωμένο σε σχέση με το 2015, εξαιτίας της αύξησης των γεννήσεων και της μετανάστευσης.
Αξιοσημείωτη είναι και η εξής διαφορά: Ενώ στα δυτικά κρατίδια η μέση συμμετοχή στην Προσχολική Αγωγή είναι 28%, στα ανατολικά είναι στο 52%. Μάλιστα, η μικρότερη συμμετοχή (25,7%) εμφανίζεται στο (δυτικό) κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας, το μεγαλύτερο κρατίδιο της Γερμανίας με 18 εκατ. πληθυσμό, όπου συγκεντρώνονται πολλοί εργάτες, μετανάστες, λαϊκά στρώματα.
Πέρα από το υψηλό κόστος, οι θέσεις στους βρεφονηπιακούς σταθμούς δεν επαρκούν και συγκεκριμένα λείπουν 300.000 θέσεις σε όλη τη χώρα, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Γερμανικής Οικονομίας (ΙW) της Κολονίας. Την περίοδο των εγγραφών σχηματίζονται μεγάλες ουρές από γονείς που προσπαθούν να προλάβουν μια θέση. Επίσης, έλλειψη υπάρχει στο προσωπικό των σταθμών με 1 παιδαγωγό για 6 παιδιά στους βρεφικούς και 1 προς 12 στους παιδικούς στην καλύτερη περίπτωση.
Η μικρή συμμετοχή στην Προσχολική Αγωγή αναγνωρίζεται και από το γερμανικό υπουργείο για την Οικογένεια. Στη χώρα, υπάρχουν περίπου 55.000 δομές Προσχολικής Αγωγής. Από το 2013 θεσπίστηκε ότι κάθε παιδί που έχει συμπληρώσει το 1 έτος έχει «νόμιμο δικαίωμα σε μια δημόσια θέση προσχολικής φροντίδας». Ωστόσο, «για να εκπληρώσουν όλα τα παιδιά το δικαίωμά τους στην Προσχολική Αγωγή, πρέπει ακόμη να γίνουν πολλά», δήλωνε πέρσι η αρμόδια υπουργός.
«Απλησίαστη» η Προσχολική Αγωγή
Την ευθύνη για την Προσχολική Αγωγή στη Γερμανία, συνολικά για την εκπαίδευση, την έχουν τα κρατίδια και οι σταθμοί χρηματοδοτούνται από τους δήμους με έσοδα από την τοπική φορολογία και από γονικές συνεισφορές.
Οι σταθμοί χωρίζονται σε βρεφονηπιακούς (παιδιά έως 3 ετών) και σε παιδικούς/νηπιαγωγεία (3 – 6 ετών) με τους γονείς να πληρώνουν επιπλέον – πέρα από φόρους – περίπου το 20% του κόστους. Επίσης, εκτός από τους δημοτικούς σταθμούς υπάρχουν οι εκκλησιαστικοί, πρωτοβουλίες γονέων κ.ά. ενώ το κόστος παντού είναι ανάλογο με το εισόδημα και τις ώρες φροντίδας. Το μηνιαίο κόστος των ιδιωτικών σταθμών ξεπερνά τα 1.000 ευρώ, αλλά αυτοί είναι λίγοι, γιατί εκεί πάνε παιδιά οικογενειών με υψηλότερα εισοδήματα.
Ας δούμε ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα για το μηνιαίο κόστος για τους δημοτικούς σταθμούς:
Στο Βερολίνο, όπου συγκυβερνούν Σοσιαλδημοκράτες (SPD) – «Αριστερά» – «Πράσινοι» και για πολλά χρόνια συγκυβερνούσαν SPD – «Αριστερά», οι γονείς πληρώνουν μόνο στους βρεφονηπιακούς. Ακόμη και η μονογονεϊκή χαμηλόμισθη οικογένεια πληρώνει 50 ευρώ, ενώ η υψηλόμισθη έως και 400 ευρώ, ανάλογα και με τις ώρες που παραμένει το παιδί (π.χ. για 5 ώρες 200 ευρώ, για 7 ώρες 300 ευρώ, για 9 ώρες και πάνω 400 ευρώ). Επίσης, για να δικαιούται το παιδί μια μερίδα φαγητό πληρώνουν επιπλέον 25 ευρώ το μήνα.
Στο κρατίδιο Σαξονία – Ανχαλτ όπου 142.320 παιδιά φιλοξενούνται σε 1.774 δομές, οι γονείς πληρώνουν (για 10ωρη φύλαξη) 230 – 270 ευρώ, ανάλογα με το δήμο. Αν σε αυτά προστεθούν τα επιπλέον έξοδα για το μεσημεριανό φαγητό, τότε το ποσό φτάνει στα 300 ευρώ. Οι συνολικές εισφορές για 5 χρόνια Προσχολική Αγωγή για ένα παιδί κυμαίνονται από 8.500 – 12.500 ευρώ (10 ώρες). Οι γονείς επιβαρύνονται και ως κάτοικοι μέσω της τοπικής φορολογίας. Ενδεικτικά, στο συγκεκριμένο κρατίδιο, το 2017 προϋπολογίστηκαν 332 εκατ. ευρώ για τους σταθμούς, 33 εκατ. ευρώ περισσότερα από το 2016.
Στο δήμο Κολονίας για βρέφη κάτω των 2 ετών οι γονείς (με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα) πληρώνουν 148 – 331 ευρώ, χωρίς γεύμα. Οι τιμές πέφτουν λίγο για παιδιά 2 – 3 ετών και περισσότερο για παιδιά πάνω από 3 ετών (21 – 193 ευρώ).
Στο κρατίδιο της Βαυαρίας, η 8ωρη φροντίδα σε βρεφονηπιακό σταθμό κοστίζει 400 ευρώ και σε παιδικό 200 ευρώ. Στο κρατίδιο της Βάδης – Βυτεμβέργης η πλήρης φύλαξη σε βρεφονηπιακό κοστίζει 220 ευρώ και 70 ευρώ για φαγητό.
Ελάχιστες οι μητέρες με πλήρη εργασία
Ολα τα παραπάνω εξηγούν γιατί οι γυναίκες με μικρά παιδιά και πλήρη εργασία είναι η εξαίρεση στη Γερμανία. Σύμφωνα με στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας που δημοσιεύτηκαν στη φετινή Μέρα της Μητέρας, το 2015 μόλις το 10% των μητέρων με τα παιδιά κάτω των 3 ετών δούλευε με πλήρη απασχόληση, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους άντρες είναι 83%.
Στο Βισμπάντεν (πρωτεύουσα της Εσσης), σύμφωνα με στοιχεία των τοπικών αρχών, σε περισσότερα από τα μισά ζευγάρια με μικρά παιδιά (51%) ο άντρας έχει πλήρη εργασία και η γυναίκα δεν εργάζεται καθόλου και μόνο στο 8% των ζευγαριών εργάζονται και οι δυο πλήρως.
Αλλά και διεθνής έρευνα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) δείχνει πως το μοντέλο του «πλήρως εργαζόμενου άντρα που φέρνει τα λεφτά στο σπίτι» κυριαρχεί στη Γερμανία. Πιο συγκεκριμένα, το 70% των μητέρων της χώρας εργάζεται, αλλά μόνο το 30% με πλήρη απασχόληση. Σε ζευγάρια με τουλάχιστον ένα παιδί οι γυναίκες συνεισφέρουν στο οικογενειακό εισόδημα μόνο κατά 22,6%.
Μεγάλο το κόστος ανατροφής
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας (2014) για το «πόσο κοστίζει η ανατροφή των παιδιών στη Γερμανία μήνα το μήνα». Στα έξοδα υπολογίζονται τα τρόφιμα, η ένδυση, η αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, η διαμονή, η μετακίνηση, άλλα έξοδα όπως π.χ. για πάνες ή χαρτζιλίκι, αλλά όχι η Προσχολική Αγωγή. Σύμφωνα με αυτά, το πρώτο παιδί κοστίζει μεσοσταθμικά 550 ευρώ το μήνα, τα δύο παιδιά 948 ευρώ και τα τρία 1.356 ευρώ. Αν σε αυτά προστεθούν και τα έξοδα για βρεφονηπιακό/παιδικό σταθμό, τότε τα ποσά ανεβαίνουν στα 866 ευρώ, 1.580 ευρώ, 2.298 ευρώ, αντίστοιχα.
Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν, επίσης, ότι το γονεϊκό επίδομα καλύπτει μόνο περίπου το 1/3 του πραγματικού κόστους ανατροφής. Στο τέλος του μήνα πρέπει να συμπληρώσουν επιπλέον 366 ευρώ οι γονείς με ένα παιδί, 580 ευρώ αυτοί με δύο παιδιά, 798 ευρώ με τρία παιδιά. Το γονεϊκό επίδομα το πληρώνει το κράτος το πολύ μέχρι το παιδί να γίνει 14 μηνών και αυτό ανέρχεται στα 2/3 του μισθού που είχε ο γονιός πριν τη γέννηση του παιδιού και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να ξεπερνά τα 1.800 ευρώ το μήνα. Μετά τους 14 μήνες ο γονιός που θα παραμείνει στο σπίτι να μεγαλώσει το παιδί του, παίρνει μόνο 100 ευρώ το μήνα ως «επίδομα φροντίδας».
Τα παιδιά σαν …παράγοντας φτώχειας
Σύμφωνα με γερμανικά δημοσιεύματα, δεδομένης της παραπάνω κατάστασης και των αυξημένων εξόδων που έχει η ανατροφή ενός παιδιού, δεν προκαλεί έκπληξη ότι το 40% των μονογονεϊκών οικογενειών εντάσσεται στο Hartz IV, δηλαδή στα επιδόματα που δίνονται στους άπορους που είναι ικανοί για εργασία. Επιπλέον επικαλούνται οικονομικές μελέτες οι οποίες λογαριάζουν τα δύο ή τρία παιδιά σαν πιθανό παράγοντα φτώχειας, όπως η ασθένεια ή η έλλειψη επαγγελματικών προσόντων…
Ολα τα παραπάνω αποκτούν ιδιαίτερη σημασία αν αναλογιστούμε ότι ισχύουν στη Γερμανία του 21ου αιώνα, δηλαδή στην πιο ισχυρή καπιταλιστική οικονομία της Ευρώπης και στην 4η ισχυρότερη του κόσμου. Μόλις πριν από λίγες μέρες, το ινστιτούτο Ifo αναθεώρησε ανοδικά την πρόβλεψή του για το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης της Γερμανίας το 2017 στο 1,8% (από 1,5%) υπογραμμίζοντας την ισχυρή εγχώρια ζήτηση και την αύξηση των εξαγωγών. Μάλιστα, η δυναμική είναι τέτοια που θα συνεχιστεί και την επόμενη χρονιά και το 2018 το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 2,0%.
Αποδεικνύεται, ωστόσο, ότι σε ανάκαμψη και κρίση, το καπιταλιστικό σύστημα, που οργανώνεται με κριτήριο το κέρδος, δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις σύγχρονες ανάγκες της εργατικής – λαϊκής οικογένειας, ενώ συντηρείται και βαθαίνει η ανισοτιμία των γυναικών, παρά τις περί του αντιθέτου εξαγγελίες.
Ε. Μ.