Ζητήματα που ξεχωρίζει η αστική στρατηγική για την εκπαίδευση αποτυπώνονται στη μελέτη που έδωσε στη δημοσιότητα ο ΣΕΒ, διατυπώνοντας «12 προτάσεις πολιτικής για το Ελληνικό σχολείο», σε μία περίοδο που ετοιμάζονται νέες αναδιαρθρώσεις στην εκπαίδευση.
Ο Σύνδεσμος των μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων, που δεν έλειψε ποτέ από το τραπέζι των διαλόγων για τις αλλαγές στην εκπαίδευση, έχει εξασφαλισμένη μια θέση και στο νέο όργανο χάραξης εκπαιδευτικής πολιτικής που εισάγει η κυβέρνηση με νομοσχέδιο, το Εθνικό Συμβούλιο Εκπαίδευσης και Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού, του οποίου ως στόχος περιγράφεται η «παροχή συμβουλών και επιστημονικής καθοδήγησης για μείζονος σημασίας θέματα που σχετίζονται με το σχεδιασμό της εκπαιδευτικής πολιτικής». Η εν λόγω μελέτη εντάσσεται στο πλαίσιο των ειδικών μελετών που κάνει για διάφορα θέματα οι οποίες, όπως σημειώνεται, αναδεικνύουν και εκλαϊκεύουν τις «προτάσεις της αγοράς».
Στη μελέτη αυτή διατυπώνονται ορισμένες από τις άμεσες παρεμβάσεις που είναι αναγκαίο – από τη σκοπιά των επιχειρήσεων – να προωθηθούν, ώστε το σχολείο να προσαρμοστεί στα δεδομένα της καπιταλιστικής κρίσης, την οποία και ο ΣΕΒ επικαλείται για να ζητήσει επιτάχυνση των αναδιαρθρώσεων. Και μιλάμε για «επιτάχυνση» καθώς δεν πρόκειται για νέες προτάσεις, αλλά για κωδικοποίηση μιας σειράς μέτρων που εδώ και χρόνια αποτυπώνονται στις προτάσεις της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, που έχουν μπει στο «δημόσιο διάλογο» μέσα από δηλώσεις, νομοθετήματα, πρακτικές, προτάσεις κ.λπ. από στελέχη τόσο προηγούμενων όσο και της τωρινής κυβέρνησης.
«Η έξοδος από την κρίση ξεκινά στα θρανία», είναι το σύνθημα που δίνει ο ΣΕΒ στη μελέτη. Η σύνδεση κρίσης – εκπαίδευσης δεν ακούγεται βέβαια πρώτη φορά και δεν σημαίνει αναβάθμιση του χτυπημένου πολύπλευρα από την κρίση δημόσιου σχολείου, αλλά κρύβει την αγωνία για το πώς η εκπαίδευση θα συμβάλει με πολύ συγκεκριμένες αναδιαρθρώσεις, στην καπιταλιστική ανάκαμψη, στην προετοιμασία των αυριανών εργαζομένων στα μέτρα των νέων χειρότερων όρων εκμετάλλευσης που διαμορφώνονται. Είναι κάτι που ακούγεται συχνά από στελέχη των αστικών κομμάτων που αποσπούν την πολιτική από την οικονομία και ο σημερινός πρωθυπουργός δήλωνε το 2009: «Πιστεύουμε ότι η ενίσχυση της Παιδείας είναι μια από τις απαραίτητες εκείνες κινήσεις που μπορούν να διασφαλίσουν τους πολίτες απέναντι στην κρίση, αλλά και μπορεί να αποτελέσει όχημα για την υπέρβαση της κρίσης και την προστασία της κοινωνίας».
Αφετηρία για τις 12 προτάσεις του ΣΕΒ είναι μια σειρά στοιχεία κατά κύριο λόγο προερχόμενα από τον ΟΟΣΑ, ενώ ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο μοντέλο της Φινλανδίας, ενός από τα διάφορα αστικά εκπαιδευτικά μοντέλα που προκρίνεται από το μεγάλο κεφάλαιο για τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του με κύριο τη στενή σύνδεση της εκπαίδευσης με τις επιχειρήσεις. Στη μελέτη διαπιστώνεται, μεταξύ άλλων, ότι υπάρχει «υπερβολικός συγκεντρωτισμός που επιβάλλει το υπουργείο, όχι μόνο στη διαμόρφωση του εκπαιδευτικού προγράμματος, αλλά και στη διαχείριση των πόρων», ότι «η μισθοδοσία αποτελεί το 80% των δημόσιων δαπανών για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αντί του 60% στην ΕΕ και 50% στη Φινλανδία» χωρίς να υπογραμμίζει ότι στην Ελλάδα υστερούν συνολικά οι δαπάνες για την Παιδεία σε σχέση με τις παραπάνω χώρες και ότι οι εκπαιδευτικοί όπως και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι έχουν χάσει τα χρόνια της κρίσης μεγάλο ποσοστό των αποδοχών τους.
Σε πρώτη θέση η «αυτονομία»
Ξεφυλλίζοντας τις «10+2 προτάσεις» του ΣΕΒ, αξίζει να σταθεί κανείς σε κάποια σημεία που αλλάζουν δραματικά τους όρους παροχής εκπαίδευσης στο δημόσιο σχολείο.
Ξεκινά από την «ενίσχυση της αυτονομίας των διοικήσεων των σχολείων στη λήψη αποφάσεων που αφορούν τη διαμόρφωση του εκπαιδευτικού προγράμματος και τη διαχείριση του προϋπολογισμού του σχολείου. Ειδικά στην Ελληνική πραγματικότητα, να έχει προηγηθεί η κατάλληλη εκπαίδευση των διοικήσεων για καλές πρακτικές που χρησιμοποιούνται σε Ελληνικά και ξένα σχολεία», σημειώνει. Ως συνέχεια του παραπάνω σημείου έρχεται και η προτροπή για «αύξηση της εμπλοκής των τοπικών αρχών, ιδανικά με ανάληψη ευθύνης και μέρους της ευθύνης χρηματοδότησης και την αντίστοιχη ευθύνη εποπτείας».
Η συζήτηση περί «αυτονομίας» και αποκέντρωσης έχει σημαντικές προεκτάσεις που συστηματικά αποκρύπτονται τόσο σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της μόρφωσης όσο και σε πλευρές λειτουργίας της σχολικής μονάδας. Το αυτόνομο και οικονομικά σχολείο, είναι ανοιχτό στους χορηγούς, ευάλωτο στην ακόμα μεγαλύτερη διείσδυση των επιχειρήσεων τόσο στη διαμόρφωση του περιεχομένου του, στο τι θα διδάσκονται τα παιδιά, όσο και στην εκχώρηση πλευρών της λειτουργίας τους στις επιχειρήσεις. Σημαίνει μόρφωση ανάλογα με το σχολείο, τη γειτονιά, την τσέπη, ανισότιμα, με όρους ακόμα πιο σκληρά ταξικούς και πλήθος παραδείγματα από χώρες όπου τέτοιες αναδιαρθρώσεις έχουν προχωρήσει, το αποδεικνύουν. Παράλληλα, υπάρχει αρκετή εμπειρία από ανάληψη αρμοδιοτήτων από την Τοπική Διοίκηση που σήμαινε λιγότερους πόρους, χειροτέρευση των όρων για τις λαϊκές οικογένειες με χαρακτηριστικά παραδείγματα την περίπτωση των παιδικών σταθμών.
Η συζήτηση για την αυτονομία των σχολικών μονάδων δεν είναι νέα και κρατείται ζεστή και από την τωρινή κυβέρνηση καθώς φιγουράρει πρώτη πρώτη στις διαπιστώσεις του διαλόγου που έγινε το προηγούμενο διάστημα στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, γνωστές ως «πόρισμα Γαβρόγλου» με την επισήμανση ότι «αποτελεί κεντρική πολιτική επιλογή». «Πρέπει να αρχίσουμε να μιλούμε για το σχολείο των περιφερειών, αν όχι το σχολείο των δήμων», δήλωνε στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Δ. Εμμανουηλίδης, ενώ η αυτονομία αποτελεί διακηρυγμένη θέση της ΝΔ σε ό,τι αφορά την Παιδεία, μαζί με την «αξιολόγηση».
Η «αξιολόγηση», επίσης, δεν έλειψε ποτέ από τη συζήτηση για την Παιδεία, παρόλο που τα σχετικά νομοθετήματα έχουν παγώσει και ξαναζεστάθηκε για τα καλά μέσα από το διάλογο που ξεκίνησε η κυβέρνηση. «Ας μη φοβόμαστε να λέμε τη λέξη αξιολόγηση», προέτρεπε χαρακτηριστικά πριν από λίγους μήνες ο υπουργός Παιδείας, ενώ συμπεριλαμβάνεται και στα πορίσματα του διαλόγου. Το βάρος που δίνεται στην «αξιολόγηση» συνδέεται με το ότι αποτελεί το κατεξοχήν εργαλείο ελέγχου και αποτίμησης των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στην εκπαίδευση, παρακολούθησης της εφαρμογής της αστικής στρατηγικής. Ο ΣΕΒ, από την πλευρά του, ζητά «καθιέρωση εθνικών στρατηγικών στόχων βάσει των οποίων θα αξιολογούνται τα σχολεία, με παράλληλη ενίσχυση της εποπτείας της διοίκησης του σχολείου, ώστε η αυξημένη ελευθερία διαχείρισης να συνοδεύεται από ανάλογη λογοδοσία και επαρκή διαφάνεια». Επίσης, ζητά «ανάπτυξη συστημάτων αξιολόγησης, σε εθνικό επίπεδο και σε επίπεδο μονάδας, τα αποτελέσματα της οποίας θα δημοσιοποιούνται από δημόσια και ιδιωτικά σχολεία σε ένα πλαίσιο διαφάνειας και θα αξιοποιούνται κυρίως ως πηγή πληροφόρησης και ως βάση για τη συνεχή βελτίωση του συστήματος συνολικά και της κάθε μονάδας χωριστά». Ούτε η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων είναι κάτι που εισάγει ο ΣΕΒ. Η Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, το αρμόδιο όργανο για την αξιολόγηση, εισηγείται στην πρόσφατη έκθεσή της (Δεκέμβρης 2016) να δημοσιοποιούνται οι εκθέσεις αυτοαξιολόγησης αν το αποφασίσει η σχολική μονάδα.
Και περιεχόμενο στα μέτρα της «αγοράς»
Ο ΣΕΒ αναφέρεται στο περιεχόμενο του σχολείου στο σημείο που μιλά για «ενίσχυση πόρων για τη διδασκαλία μαθημάτων πληροφορικής, επιχειρηματικότητας και αγωγής του πολίτη στις δύο βαθμίδες». Πληροφορική και καλλιέργεια της ιδιότητας του πολίτη είναι δύο από τις βασικές ικανότητες που θέλει η αστική στρατηγική από το σχολείο, καθώς η μία συνδέεται με τις ανάγκες της παραγωγής και η δεύτερη με την καλλιέργεια της στάσης του νέου απέναντι στην κοινωνία. Οσο για την επιχειρηματικότητα, την οποία ζητά ο ΣΕΒ και στα δημοτικά, βρίσκεται ήδη στα σχολεία με τη συμβολή του ίδιου του Συνδέσμου και μεγάλων επιχειρήσεων μέσω διαφόρων προγραμμάτων, διαρκώς από το 2005 με τις εκάστοτε ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας να εκδίδουν τις σχετικές εγκυκλίους εφαρμογής τους.
Στη μελέτη γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στο ανθρώπινο δυναμικό στην εκπαίδευση. Τη στιγμή που οι ελλείψεις εκπαιδευτικών είναι κάτι που κανείς δεν μπορεί να κρύψει διαπιστώνει «αναλογική υπερεπάρκεια ανθρώπινων πόρων» και «λίγες ώρες διδασκαλίας ανά δάσκαλο» και στο πλαίσιο αυτό προτείνει «καλύτερη διαχείριση ανθρώπινων πόρων, ώστε να αυξηθούν οι μέσες ώρες διδασκαλίας και να μειωθούν οι ανάγκες για έκτακτους εκπαιδευτικούς». Θυμίζοντας τις δηλώσεις του προηγούμενου υπουργού Παιδείας για «πάρτι» με τις προσλήψεις αναπληρωτών αλλά και τους «εκπαιδευτικούς φαντάσματα» για τους οποίους έκανε λόγο η ΝΔ.
Ο Σύνδεσμος προτείνει, μεταξύ άλλων, «αντικατάσταση του άρθρου 16 του Συντάγματος με το άρθρο 14 του χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων» και «αναγνώριση του γονεϊκού δικαιώματος επιλογής της εκπαίδευσης που θα λάβουν τα παιδιά, καθώς και αναγνώριση και κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της σε όλες τις βαθμίδες και σε όλους τους τύπους εκπαίδευσης». Παραπέμποντας και σε παλαιότερη παρέμβασή του ΙΟΒΕ, του ιδρύματος μελετών του, για καθιέρωση κουπονιού το οποίο θα εξαργυρώνεται σε δημόσια ή ιδιωτικά σχολεία, τα οποία προηγουμένως παρουσιάζει σαν πρότυπα, επειδή ακριβώς λειτουργούν με επιχειρηματικούς όρους.