Φυσικά, και για να μην ξεχνιόμαστε, το τοπίο στην Εκπαίδευση είναι ήδη αλλαγμένο προς το χειρότερο. Μια σειρά νομοθετικές ρυθμίσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ έχουν διαμορφώσει μια αρνητική αντιπαιδαγωγική κατάσταση, όπου το πρόγραμμα στα σχολεία διαμορφώνεται με ό,τι περισσεύει, με εκπαιδευτικούς να διδάσκουν σε άσχετα προς την επιστήμη τους γνωστικά αντικείμενα. Άλλωστε, η κυβέρνηση, δυόμιση μήνες μετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς, έχει προσλάβει περίπου 16.000 αναπληρωτές, αντί των 23.000 περσινών προσλήψεων, που κι αυτές δεν αρκούσαν.
Η φράση «κάθε πέρσι και καλύτερα» επιβεβαιώνεται, άλλωστε, και από τον κρατικό προϋπολογισμό του 2017. Πρόκειται για σταθεροποίηση της υποχρηματοδότησης στα ίδια χαμηλά επίπεδα, που λειτουργεί σωρευτικά στην ήδη υπάρχουσα άθλια κατάσταση, ενώ διαφαίνεται μια τάση μείωσης στις δαπάνες που αφορούν τις Σχολικές Επιτροπές. Η πενιχρή αύξηση εντοπίζεται κατά βάση στους στρατηγικούς τομείς του κεφαλαίου για τη δια βίου μάθηση, τη ΓΓ Ερευνας και Τεχνολογίας…
Δεν πρέπει, επίσης, να διαφεύγει από το νου μας ότι η κυβέρνηση συνεχίζει και υλοποιεί νόμους και μέτρα ψηφισμένα από τις προηγούμενες κυβερνήσεις επί ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Μάλιστα, για ορισμένες πλευρές των νόμων όπως οι αλλαγές σε ΕΠΑΛ και η επέκταση της μαθητείας, η κυβέρνηση εγκαινιάζει την υλοποίησή τους.
Θέλουν να διαμορφώσουν κλίμα συναίνεσης
Έχουμε καταρχήν την επιλογή του νέου υπουργού Παιδείας, ο οποίος ως πρόεδρος της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, έφερε – είναι αλήθεια – τη ΝΔ σε αμήχανη θέση για το συναινετικό πνεύμα των πορισμάτων που ο ίδιος «συνέθεσε», λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τις θέσεις των υπόλοιπων αστικών κομμάτων.
Βασική ένδειξη για το πού πάει το πράγμα στην Εκπαίδευση, είναι η «Έκθεση παρακολούθησης της Εκπαίδευσης και της Κατάρτισης του 2016» για την Ελλάδα, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τα βασικά σημεία της έκθεσης αυτής αποτέλεσαν αφορμή για μια αντιπαράθεση ανάμεσα στην κυβέρνηση και αυτούς που την υποστηρίζουν από τη μία, και από την άλλη εφημερίδων και άλλων που υποστηρίζουν τον άλλο πόλο της αστικής διαχείρισης, τη ΝΔ.
Έτσι, από την πλευρά της κυβέρνησης διαβάζουμε σε απάντηση του υπουργείου Παιδείας ότι η Έκθεση αποτυπώνει τα αποτελέσματα των «πρώτων πέντε χρόνων των μνημονίων» (!), λες και μετά όλα είναι μέλι γάλα. Η δε «Αυγή» σχεδόν πανηγυρίζει επειδή ο νέος υπουργός Παιδείας συμφώνησε με τους «θεσμούς» να προχωρήσει η αυτοαξιολόγηση των σχολείων… Από την άλλη, δημοσιεύματα μιλάνε για καμπανάκι της Κομισιόν προς την κυβέρνηση, για έκθεση – κόλαφο κ.τ.λ.
Για να “μαστε ξεκάθαροι: Η ουσία της αντιπαράθεσης στο αστικό στρατόπεδο είναι το πόσο γρήγορα και αποτελεσματικά προχωρούν οι αλλαγές και όχι το φιλολαϊκό ή μη πρόσημό τους. Κοινή βάση και για τα δυο μέρη αποτελεί η ψήφιση του 3ου μνημονίου, που περιλαμβάνει για πρώτη φορά δομικές αλλαγές για την Παιδεία. Σε αυτό το πλαίσιο κινήθηκαν και οι μέχρι τώρα παρεμβάσεις της κυβέρνησης και ο διάλογος που έστησε. Σε αυτή τη ρότα κινούνται και οι τοποθετήσεις της ΝΔ.
Τι λέει η έκθεση;
Στην έκθεση αποτυπώνονται βασικές τάσεις στην πορεία της Εκπαίδευσης στην Ελλάδα μέσα στην κρίση και δίνεται το πλαίσιο στο οποίο πρέπει να κινηθούν οι ελληνικές κυβερνήσεις στη συνέχεια. Τονίζουμε ότι η Κομισιόν δίνει οδηγίες και κρίνει τις παρεμβάσεις των ελληνικών κυβερνήσεων και όχι μόνο αυτής των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.
Ορισμένα παραδείγματα: Θετικά κρίνεται η μείωση της μαθητικής διαρροής και των χρόνων ολοκλήρωσης της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Επίσης, θετική είναι η τοποθέτηση για μια σειρά στρατηγικές που έχουν θεσπιστεί, αλλά, όπως επισημαίνεται στο κείμενο, «η εφαρμογή τους θα αποτελέσει πρόκληση». Ταυτόχρονα, υπάρχει προβληματισμός για την καθυστέρηση στην προώθηση της αξιολόγησης στα σχολεία. Σημειώνουμε εδώ ότι αυτή η καθυστέρηση δεν αφορά μόνο την τωρινή κυβέρνηση. Άλλωστε, και επί κυβερνήσεων ΝΔ, οι σχετικές νομοθετικές προσπάθειες έμειναν στα χαρτιά. Στο ίδιο μήκος κύματος, η Κομισιόν κρίνει ανεπαρκές το σχέδιο «Αθηνά» που υλοποιήθηκε επί συγκυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ. Για να είμαστε δίκαιοι, λοιπόν. Η Κομισιόν δεν έχει κανένα δογματισμό, ούτε κόμπλεξ να «τραβήξει το αυτί» εκεί που πρέπει και να αποδώσει τα εύσημα, αντίστοιχα. Αυτός άλλωστε είναι και ο ρόλος της. Να καθορίζει το γενικό πλαίσιο των εκάστοτε αλλαγών στην Εκπαίδευση, το οποίο εξειδικεύουν τα κράτη – μέλη της ΕΕ.
Ως προς την Ελλάδα, το πλαίσιο αυτό καθορίζεται από το μνημόνιο του 2015 και τις εκθέσεις του ΟΟΣΑ, οι οποίες ελέγχουν – σε συμφωνία με τις ελληνικές κυβερνήσεις – την πορεία των μεταρρυθμίσεων. Η Έκθεση τονίζει:
«Η επανεξέταση πρέπει να καλύψει όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης, μεταξύ άλλων: την υλοποίηση της μεταρρύθμισης του «Νέου Σχολείου», τα περιθώρια για περαιτέρω εξορθολογισμό (τάξεων, σχολείων και πανεπιστημίων), τη λειτουργία και τη διακυβέρνηση των ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, την αποδοτικότητα και την αυτονομία των δημόσιων εκπαιδευτικών μονάδων, τους δεσμούς μεταξύ έρευνας και εκπαίδευσης, καθώς και τη συνεργασία μεταξύ πανεπιστημίων, ερευνητικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων με σκοπό την ενίσχυση της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας, την αξιολόγηση των σχολείων και των εκπαιδευτικών, καθώς και τη διαφάνεια σε όλα τα επίπεδα».
Αφού, λοιπόν, το υπουργείο Παιδείας μετά τη δημοσίευση της Έκθεσης αυτής δεν είπε τίποτα για το περιεχόμενό της, αλλά βρήκε μόνο λόγια για να υπερασπίσει το «έργο» του, δεν μας μένει παρά να διαπιστώσουμε ότι όχι μόνο συμφωνεί με τις προτάσεις της Κομισιόν, αλλά και ότι θα προχωρήσει στην υλοποίησή τους.
Στο δια ταύτα της Έκθεσης
Τα ζητήματα που θέτει η Έκθεση αφορούν όλη την γκάμα της Εκπαίδευσης. Το περιεχόμενο της σχολικής γνώσης και των σπουδών σε πανεπιστήμια και ΤΕΙ, την παραπέρα επιτάχυνση της λειτουργίας με όρους επιχειρηματικούς και την πιο στενή σύνδεση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης με την αγορά, τη διαμόρφωση ενός νέου τοπίου στη σχολική εκπαίδευση, όπου τα σχολεία θα λειτουργούν με διαφορετικές ταχύτητες γιατί θα αξιολογούνται, ανάμεσα στα άλλα και με βάση την απόδοση των μαθητών (!).
Α) Ήδη από το διάλογο για την Παιδεία και τις δηλώσεις του προέδρου του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, ξεχωρίζουμε την κατεύθυνση για νέα σχολικά βιβλία και αναλυτικά προγράμματα, προκειμένου να προχωρήσει πιο αποτελεσματικά στην πράξη το πνεύμα του «νέου σχολείου της αγοράς». Να επιταχυνθεί ο προσανατολισμός για ακόμα πιο βαθιές αντιδραστικές αλλαγές στη φιλοσοφία, τη μεθοδολογία και το περιεχόμενο της σχολικής γνώσης. Αποθεώνουν τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ την ταξικά κατηγοριοποιημένη μόρφωση. Επιτίθενται ξεκάθαρα στον όποιον ενιαίο χαρακτήρα του σχολικού προγράμματος έχει απομείνει, που φυσικά δεν μπορεί να διασφαλιστεί σε συνθήκες καπιταλιστικής κοινωνίας. Αναπαράγουν το αντιδραστικό ιδεολόγημα των διαφορετικών τύπων ευφυίας, ενός εκσυγχρονισμένου δαρβινισμού στην Εκπαίδευση, που θέλει τελικά οι ταξικές παράμετροι και οι κοινωνικά διαμορφωμένες εμπειρίες να καθορίζουν το «ευέλικτο, εξατομικευμένο πρόγραμμα κάθε μαθητή».
Στα πανεπιστήμια και ΤΕΙ, παίρνονται όλα τα αναγκαία μέτρα σε επίπεδο Τμημάτων προκειμένου τα προγράμματα σπουδών να εναρμονιστούν με το πλαίσιο προσόντων, προκειμένου να διευκολυνθεί η κινητικότητα του επιστημονικού δυναμικού. Οι συνέπειες από αυτές τις εξελίξεις θα είναι ολέθριες. Εδώ δεν θα έχουμε μόνο κατηγοριοποίηση σχολών και τμημάτων, αλλά κυριολεκτικά, κάθε φοιτητής και σπουδαστής θα βαδίζει μόνος του… με ευθύνη για το πρόγραμμά σπουδών του, τα σεμινάριά του κ.ά., προκειμένου να βρει μια άκρη, ένα δήθεν ξέφωτο στη ζούγκλα της αγοράς εργασίας.
Από τη μια, λοιπόν, ενισχύεται η τάση οι νέοι στα ΑΕΙ να μαζεύουν προσόντα, γεγονός που οδηγεί και στην αύξηση των μεταπτυχιακών προγραμμάτων, από την άλλη η ανεργία αυτών των «προσοντούχων» νέων να εκτινάσσεται στα ύψη. Αυτή η ταξική πραγματικότητα δίνει τη δυνατότητα να θέσουμε στο επίκεντρο του προβληματισμού, με πολλά παραδείγματα από κάθε χώρο, πώς γίνεται η κοινωνία να έχει ανάγκη τόσους και τόσους ειδικευμένους επιστήμονες και εργαζόμενους και αυτοί να μένουν στα αζήτητα;
Για παράδειγμα, μέσα σε μια δεκαετία (από το 2003 έως το 2014) αυξήθηκε ο αριθμός των μεταπτυχιακών φοιτητών ανά έτος, από 16.972 σε 37.298, των κατόχων μεταπτυχιακών ανά έτος από 4.283 σε 9.231, των υποψήφιων διδακτόρων ανά έτος από 12.169 σε 23.156 και των κατόχων διδακτορικού ανά έτος από 949 σε 1.596. Ταυτόχρονα, η ανεργία των πτυχιούχων από 7,3% το 2007 έφτασε στο 20,3% το 2015, ενώ των κατόχων μεταπτυχιακών από 6% το 2007 έφτασε στο 13,7% το 2015. Με λίγα λόγια, η ανεργία των αποφοίτων και των υψηλά ειδικευμένων πτυχιούχων ακολουθεί την αντίστοιχη αύξηση των γενικών ποσοστών ανεργίας, η οποία το 2007 βρισκόταν στο 8,3% και το 2015 έφτασε στο 25%, εκφράζοντας τη σχέση οικονομίας – εκπαίδευσης και σε αυτό το ζήτημα.
Β) Ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα που θέτει η Έκθεση της Κομισιόν είναι – επί της ουσίας - τι είδους εκπαιδευτικές δομές θα έχουμε από “δω και πέρα. Σε αυτό το πλαίσιο επικεντρώνει στο ζήτημα του εξορθολογισμού, την αποδοτικότητα, την αυτονομία, την αξιολόγηση. Δηλαδή, ανοίγει ο δρόμος σε παραπέρα συγχωνεύσεις τάξεων και σχολείων, τίθεται επί τάπητος το ζήτημα ενός «νέου σχεδίου Αθηνά» με επίκεντρο τα ΤΕΙ. Υπάρχει σοβαρός προβληματισμός για την καθυστέρηση στο να γενικευθεί ένα «πνεύμα αξιολόγησης» στην Εκπαίδευση, το οποίο πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί.
Σημειώνουμε ότι η προηγούμενη Έκθεση της Κομισιόν για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, το 2015, αναφερόταν θετικά στο νόμο 4327/2015 «Έκτακτα μέτρα για την Πρωτοβάθμια, Δευτεροβάθμια και Τριτοβάθμια Εκπαίδευση» που ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στις 14 Μάη του 2015, γιατί όπως υποστήριζε, «προωθεί τις κατευθύνσεις της μεγαλύτερης αυτονομίας και των διαδικασιών εσωτερικής – εξωτερικής αξιολόγησης σχολείων και εκπαιδευτικών».
Οι αλλεπάλληλες «τροχιοδεικτικές βολές» από τον Γαβρόγλου, τον Λιάκο και άλλους, όπως «δεν πρέπει να φοβόμαστε την αξιολόγηση» ή ότι «το σχολείο πρέπει να απογαλακτιστεί από το κράτος», ενισχύοντας όμως την παρέμβαση της αστικής τάξης και των μηχανισμών της στο περιεχόμενο του σχολικού προγράμματος, δείχνουν ότι το κεφάλαιο βιάζεται να ολοκληρώσει το νέο σχολείο της αγοράς. Ένα σχολείο στα λόγια δημόσιου, επί πληρωμή (βλ. κουπόνια και δίδακτρα για επιπλέον δραστηριότητες), στο οποίο θα παρεμβαίνουν επιχειρήσεις και τοπική διοίκηση πιο αποφασιστικά και με βαρύνοντα λόγο, για σοβαρές πλευρές της εκπαιδευτικής διαδικασίας (δραστηριότητες, υποδομές, εκπαιδευτικό πρόγραμμα). Η δε αξιολόγηση, με τους όρους και κριτήρια της αγοράς, θα μετρήσει ως «μαθησιακά αποτελέσματα» την έκφραση – μέσα στο σχολείο – των κοινωνικών ανισοτήτων, των ταξικών φραγμών.
Ως προς την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, η Έκθεση της Κομισιόν τονίζει ότι η στρατηγική της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, αν και σωστή, είναι γενική και πρέπει παρθούν ειδικά και στοχευμένα μέτρα, γιατί αλλιώς «καθίσταται δύσκολη η πλήρης και αποτελεσματική υλοποίησή της». Την εξειδίκευση αυτής της στρατηγικής μπορούμε ήδη να την προβλέψουμε από τις αναφορές των εξωτερικών αξιολογήσεων των Τμημάτων. Είναι πολύ σημαντικές οι αρνητικές αναφορές (95,3%) στον υπερβολικό όγκο μαθημάτων, γεγονός που ανοίγει το δρόμο στη μεγαλύτερη ευελιξία των προγραμμάτων σπουδών, στην απόσπαση αναγκαίων γνώσεων από το προπτυχιακό στο μεταπτυχιακό επίπεδο. Στις αδυναμίες, επίσης, τονίζεται ότι δεν υπάρχουν στα περισσότερα από τα πανεπιστήμια «εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης», μιλώντας ουσιαστικά για την πιο βαθιά διασύνδεση με το κεφάλαιο. Στο πνεύμα αυτό, ο κ. Λιάκος δήλωσε ωμά ότι στόχος είναι η «ελαχιστοποίηση της δημόσιας χρηματοδότησης», ώστε να καλύπτει μόνο λειτουργικά έξοδα, μισθοδοσία και το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων!
Υπενθυμίζουμε επίσης ότι ο κ. Γαβρόγλου, ως πρόεδρος της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής και με τη συναίνεση ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποταμιού και ΑΝΕΛ, τον Απρίλη του 2016 έστειλε ένα ερωτηματολόγιο προς τους προέδρους των Συμβουλίων, όπου τα ερωτήματα επικεντρώνονται στο κατά πόσον έχουν προχωρήσει τα «μπίζνες πλαν» των Ιδρυμάτων (στρατηγική ανάπτυξη, οργανισμοί, κανονισμοί κ.τ.λ.), η χρηματοδότησή τους από τις επιχειρήσεις (εξωτερικές πηγές) και η ιδιωτικοοικονομική τους λειτουργία (αξιοποίηση κληροδοτημάτων).
Γ) Κλασική είναι πια η αναφορά στην ανάγκη να γίνει πιο ελκυστική η ανώτερη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση στην Ελλάδα, δηλαδή τα ΕΠΑΛ. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι στην Ελλάδα η συμμετοχή σε αυτές τις δομές είναι 31% των μαθητών, ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 48%. Αυτό που έχει, όμως, ιδιαίτερη αξία να τονίσουμε είναι ότι παρόλο που οι απόφοιτοι αυτών των εκπαιδευτικών δομών είναι και σχετικά λίγοι και θα περίμενε κανείς να απορροφούνται από την αγορά εργασίας, τα ποσοστά απασχόλησης για τους πρόσφατα αποφοιτήσαντες (το 2015) στην Ελλάδα είναι μόνο 37,5%, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ φτάνει στο 73%. Αποδεικνύεται και από αυτή την αναφορά ότι το πρόβλημα της ανεργίας δεν αφορά τα προσόντα. Ανεξάρτητα αν αυτά είναι διδακτορικού επιπέδου ή άμεσα συνδεδεμένα με την παραγωγή, με τη γνώση μιας «τέχνης». Το πρόβλημα για τους νέους των ΕΠΑΛ είναι ότι οι αστικές κυβερνήσεις τούς θέλουν έρμαιο της αγοράς, από μικρή ηλικία. Γι” αυτό και διατηρείται η πρόβλεψη του νόμου της ΝΔ για καθορισμό ειδικοτήτων με βάση τις προτάσεις των κοινωνικών εταίρων. Και επειδή η Εκπαίδευση για τους νέους αυτούς δεν πατάει σε ένα στέρεο θεωρητικό υπόβαθρο, οδηγούνται οι γνώσεις και οι δεξιότητές τους να απαξιώνονται πιο γρήγορα και γίνονται κυριολεκτικά έρμαιο της αγοράς. Θα πιστοποιείται συνεχώς (κάτι που προφανώς δεν καταργεί η κυβέρνηση) από τις επιχειρήσεις.
Φυσικά, οι αλλαγές στα ΕΠΑΛ πάνε χέρι – χέρι με τις τομές στο Γυμνάσιο και κυρίως στο Λύκειο. Όλα δείχνουν ότι παρά την αλλαγή σκυτάλης στο υπουργείο, παραμένει η κεντρική κατεύθυνση για ένα δύσκολο και ελιτίστικο Λύκειο, ένα συνεχόμενο εξεταστικό κέντρο, που επί της ουσίας θα αποθαρρύνει τους νέους από το να το επιλέξουν μετά το Γυμνάσιο.
Στο επίκεντρο οι σύγχρονες μορφωτικές ανάγκες των νέων
Οι εξελίξεις στην Εκπαίδευση θα είναι ραγδαίες το επόμενο διάστημα.
Σήμερα είναι ανάγκη η Εκπαίδευση να παρέχεται αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν σε όλους. Με κατάργηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας σε όλες τις δομές της Εκπαίδευσης και παροχής της σύμφωνα με τις ανάγκες των νέων. Γιατί το μικρόβιο του κέρδους φέρνει την Παιδεία να πουλιέται και να αγοράζεται σαν εμπόρευμα. Γιατί το μικρόβιο του κέρδους είναι αυτό που οδηγεί χιλιάδες νέους και νέες να βρίσκονται στα ράφια της ανεργίας, να οδηγούνται στην ετεροαπασχόληση, στην απαξίωση της ειδικότητάς τους.
Έχοντας αυτή τη σταθερή πυξίδα στη δράση μας, πρωτοπορούμε στην οργάνωση της πάλης σε κάθε χώρο Εκπαίδευσης, για να ανέβει η μαζικότητα, το επίπεδο της συζήτησης, οι διεκδικήσεις των νέων, εργαζομένων στην Εκπαίδευση, των γονιών, όλου του λαού. Ανοίγουμε δρόμους μέσα από την καθημερινή αναμέτρηση με τα προβλήματα και τις ανικανοποίητες ανάγκες που υπάρχουν.
Κανένας νέος δεν είναι ανήμπορος μπροστά στη γνώση. Η εργατική τάξη παλεύει με όρους μορφωτικών απαιτήσεων, γιατί αυτή πρέπει να πάρει την εξουσία.
Του Κυριάκου ΙΩΑΝΝΙΔΗ*